Ως προς την ονοματολογία των κρατών. Το παράδειγμα της Ελλάδας, της Αλβανίας, της Ουγγαρίας και της ΠΓΔΜ.


Στο κείμενο αυτό έχω σκοπό να αναφερθώ γενικότερα στην ονοματολογία των κρατών με έναν όσο το δυνατόν περισσότερο συστηματικό  έως κανονιστικό τρόπο. Δηλαδή εκτιμώ ότι για το πώς θα ονομαστεί ένα κράτος θα πρέπει να τηρούνται συγκεκριμένα κριτήρια, τα οποία μάλιστα δεν έχουν όλα την ίδια βαρύνουσα σημασία. Αυτό σημαίνει ότι  η σειρά με την οποία θα παραθέσω  αυτά τα κριτήρια δεν είναι τυχαία, κάθε κριτήριο είναι ανώτερο του προηγουμένου, αν ένα από αυτά έρχεται σε αντίθεση με κάποιο ανώτερο του, τότε το ανώτερο υπερισχύει. Για να γίνω πιο σαφής θα περιγράψω ποια εκτιμώ ότι πρέπει να είναι τα κριτήρια αυτά:
1) Η ιστορικότητα του ονόματος. Το όνομα δηλαδή δεν θα πρέπει να είναι αυθαίρετο, αλλά να έχει μια ιστορική βάση.
2) Η φυλετική-εθνική ομάδα του κράτους (ή έστω η κυριότερη εφόσον κατοικούν παραπάνω από μία).
3) Αν η φυλετική ομάδα δεν είναι αρκετή κάποιος γεωγραφικός προσδιορισμός. Π.χ. η Κορέα τόσο στα βόρεια όσο και στα νότια κατοικείται από Κορεάτες, μετά τον πόλεμο όμως και τον οριστικό διαχωρισμό της, είναι σαφές ότι η φυλετική ομάδα δεν αρκεί για να καθορίσει σε ποια Κορέα αναφερόμαστε, οπότε τα ονόματα περιλαμβάνουν και τον  γεωγραφικό προσδιορισμό Νότια, Βόρεια.
4) Ο αυτοπροσδιορισμός/αυτοκαθορισμός του κάθε λάου. Δεν βρίσκω για ποιον λόγο ένα κράτος που αυτοαποκαλείται με ένα τρόπο, από τους άλλους λαούς να αποκαλείται αλλιώς, αν η ονομασία όμως αυτή δεν προσκρούσει σε κάποια από τα παραπάνω τρία κριτήρια ονοματολογίας.
Τα κριτήρια αυτά θα προσπαθήσω να τα εφαρμόσω στα παραδείγματα τεσσάρων χωρών, της Ελλάδας, της Αλβανίας, της Ουγγαρίας και της ΠΓΔΜ, στόχος μου είναι να αποδείξω ότι οι τρεις πρώτες χώρες αποκαλούνται από τους άλλους λαούς με λάθος τρόπο και τέλος να οδηγηθώ με βάση αυτά τα κριτήρια σε έναν προσδιορισμό της ονομασίας που θα πρότεινα για την ΠΓΔΜ. Επίσης, θα επιχειρήσω να αναφερθώ στους ιστορικούς λόγους για τους οποίους εκτιμώ ότι η ονομασία των κρατών αυτών θα έπρεπε να είναι διαφορετική, καθώς και εν μέρει στους λόγους που προέκυψε η λάθος ονομασία. Απώτερος στόχος της όλης προσπάθειας είναι όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική εκτίμηση των πραγμάτων, η ορθολογικότητα και προπάντων η ανάδυση και διατήρηση της ιστορικής αλήθειας, που είναι και ζητούμενο κάθε ιστορικού ερευνητή. Οφείλω βέβαια να ομολογήσω εκ των προτέρων ότι σε περίπτωση που οι ιστορικές πληροφορίες που παραθέτω για τις συγκεκριμένες φυλετικές ομάδες είναι λανθασμένες ή ανακριβείς, τότε και οι ονομασίες που προτείνω ενδέχεται να είναι λανθασμένες και θα τις αναθεωρούσα για να συνάδουν με τα ιστορικά τεκμήρια και αποδείξεις.

Ελλάδα
Θα ξεκινήσω πρώτα με την ονομασία της Ελλάδας. Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία  ο Έλλην (όνομα που σημαίνει "λαμπερός") έζησε στην Θεσσαλία και ήταν ο γενάρχης των Ελλήνων. Ήταν γιος του Δευκαλίωνα (ή σε κάποιες αναφορές του ίδιου του θεού Δία) και της Πύρρας, αδελφός του Αμφικτύονα και πατέρας του Αιόλου, του Ξούθου, και του Δώρου. Κάθε ένας από τους γιούς του ίδρυσε από ένα πρωτεύον ελληνικό γένος: ο Αίολος τους Αιολείς, ο Δώρος τους Δωριείς, ενώ από τους υιούς του ΞούθουΑχαιό και Ίωνα προέρχονται οι Αχαιοί και οι Ίωνες αντίστοιχα. Σύμφωνα με τον Ησίοδο στο Ηοίαι ή Κατάλογος Γυναικών, από την ένωση της αδελφής του ΈλληνοςΠανδώρας με τον Δία, γεννήθηκε ο Γραικός από τον οποίο προέρχονται οι Γραικοί, ενώ από την ένωση της άλλης αδερφής του ΈλληνοςΘυίας με τον Δία, γεννήθηκαν ο Μακεδνός από τον οποίο προέρχονται οι Μακεδόνες και ο Μάγνης από όπου προέρχονται οι Μάγνητες. Σύμφωνα, με αυτά τα μυθολογικά στοιχεία ο Έλλην ήταν θείος του Γραικού, άρα αρχαιότερος από αυτόν και γενάρχης όλων των ελληνικών φυλών, ενώ ο Γραικός μιας μόνο ελληνικής φυλής.
Ο Όμηρος αναφέρεται στους "Έλληνες" ως μια σχετικά μικρή φυλή που κατοικούσε στη θεσσαλική Φθία και είχε ως ηγέτη της τον Αχιλλέα. Φαίνεται λοιπόν ότι την εποχή του Ομήρου οι Έλληνες ήταν κι αυτοί ένα από τα ελληνικά φύλα που στη συνέχεια επεκτάθηκε γεωγραφικά. Ο Θουκυδίδης εξηγεί τη γεωγραφική επέκταση του όρου Έλληνες από τον μυθολογικό ήρωα Έλληνα, που ταξίδευε και δρούσε συχνά σε άλλες πόλεις. Ο αρχαίος ιστορικός Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο όρος Έλληνες χρησιμοποιήθηκε για να τονίσει την κοινή προέλευση των διαφόρων φυλών του ελληνικού χώρου. 
Ο Αριστοτέλης ονομάζει αρχαία Ελλάδα μια περιοχή στην Ήπειρο μεταξύ Δωδώνης και Αχελώου ποταμού, στη θέση του μεγάλου κατακλυσμού του Δευκαλίωνα, χώρα που καταλάμβαναν οι Σελλοί και αναφέρει ότι αυτοί  αποκαλούνταν παλιά "Γραικοί" και τώρα “Έλληνες”. Ο Αριστοτέλης επισημαίνει επίσης ότι Γραικούς ονόμαζαν τους Έλληνες οι Ιλλύριοι. Οι Γραικοί λοιπόν πρέπει να αποτελούσαν ελληνικό φύλο που κατοικούσε στην περιοχή της Δωδώνης και καθώς ήταν αυτό με το οποίο ήλθαν σε επαφή οι γειτονικοί Ιλλύριοι αποκαλούσαν έτσι όλα τα ελληνικά φύλα.
Μια νεότερη θεωρία εκτιμά ότι το όνομα Γραικός προέρχεται από το «κάτοικος της Γραίας», πόλη στην παραλία της Βοιωτίας. Έλληνες άποικοι από τη Γραία συνέβαλαν στην ίδρυση της Κύμης (8ος αιώνας π.χ.) στην Ιταλία, όπου ονομάστηκαν Γραικοί. Όταν τους συνάντησαν οι Ιταλοί χρησιμοποίησαν αυτό το όνομα για τους αποίκους και στη συνέχεια για όλους τους Έλληνες. Έτσι οι γηγενείς της Ιταλίας γενίκευσαν την ονομασία Γραικοί (Λατινική: Graeci) για όλους τους Έλληνες και αυτή μετά εξαπλώθηκε σε όλες τις γλώσσες της δυτικής Ευρώπης, στις οποίες τα ονόματα Έλληνες και Ελλάδα είναι αντίστοιχα: στην Αγγλική – Greeks και Greece, στην Γαλλική – Grecs και Grèce, στην Γερμανική – Griechen και Griechenland, στην Ιταλική – Greci και Grecia, στην Ισπανική Griegos και Grecia.
Άρα σε γενικές γραμμές μπορούμε να καταλήξουμε στο εξής: Η ονομασία Γραικός είναι αρχαιότατη ενδεχομένως και αρχαιότερη από το  Έλληνας, ωστόσο στην πράξη το Γραικός δήλωνε αρχικά μόνο ένα ελληνικό φύλο που κατοικούσε λογικά στην Ήπειρο ή την κεντρική Ελλάδα (και συνετέλεσε στη δημιουργία της αποικίας της Κύμης στην Ιταλία), γι’ αυτό εν πολλοίς επικράτησε σε όλη τη Δύση. Αντίθετα το Έλληνας ακόμα και αν κατά την ομηρική εποχή δήλωνε μια μόνο φυλή που κατοικούσε στη Φθία, ήδη από τα αρχαία χρόνια η ονομασία είχε επεκταθεί για να δηλώνει όλα τα διαφορετικά ελληνικά φύλα (Αχαιοί, Δωριείς, Αιολείς, Ίωνες, Γραικοί, Μακεδόνες), οπότε εκτιμώ ότι η ονομασία Έλληνας για τον παραπάνω λόγο είναι πιο σωστή από εκείνη του Γραικός.
Μια σημαντική παρατήρηση που πιστεύω ότι λειτουργεί ενισχυτικά ως προς την θεωρία ότι το Γραικός κυριάρχησε στη Δύση λόγω της γειτνίασης του φύλου με τους  Ιλλυρίους ή λόγω του αποικισμού στην Ιταλία, είναι ο τρόπος με τον οποίο αποκαλούν την Ελλάδα και τους Έλληνες οι χώρες της Ανατολής, δηλαδή Yunan. Η ονομασία προέρχεται από την περσική λέξη Yauna, από το όνομα Ιωνία, αφού οι Πέρσες ήρθαν σε επαφή με τους Έλληνες της Μικράς Ασίας και συγκεκριμένα με τους Ίωνες τον 6ο αιώνα π.Χ., τους οποίους και κατέκτησαν και έτσι ονόμαζαν όλους τους Έλληνες ανεξαιρέτως. Έτσι, η χρήση της ονομασίας αυτής επεκτάθηκε σε όλους τους λαούς που βρίσκονταν υπό περσική κατοχή και γενικά σε ολόκληρη την Ανατολή. Η ονομασία αυτή υπάρχει  μέχρι σήμερα. Η Ελλάδα αποκαλείται Γιουνάν σε όλες της αραβικές χώρες, ενώ στα τουρκικά αποκαλείται Γιουνανιστάν δηλαδή, χώρα  των Ιώνων. Κατά αντιστοιχία με τους  Ίωνες που ήταν το ελληνικό φύλο που πήγε στην Ανατολή και ονομάστηκαν συνεκδοχικά όλοι οι Έλληνες έτσι, κυριάρχησε και η ονομασία Γραικοί για τους Έλληνες στη Δύση. Αν τώρα το καλοσκεφτεί κανείς,  με το να αποκαλούν οι Τούρκοι την Ελλάδα, χώρα των Ιώνων, είναι σα να μας δίνουν όνομα με αλυτρωτικές βλέψεις. Αφού από ότι φαίνεται η ονομασία ενός κράτους αυτόχρημα σηματοδοτεί και αλυτρωτικές βλέψεις ή μη, είναι σα να λέμε ότι ο Ερντογάν θα έπρεπε να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο ονομάζεται στα τουρκικά η Ελλάδα. Εδώ που τα λέμε αν του το εξηγούσε κάποιος αυτό, μάλλον θα το έκανε, σουλτάνος είναι ό,τι θέλει κάνει.
Πάντως με τα παραπάνω θέλω να δείξω ότι το Γραικός δεν είναι καθόλου υποτιμητική ονομασία. Ωστόσο, αξίζει να αναφερθεί ότι από τη λέξη Γραικός προέρχεται και η μειωτική λατινική λέξη Γραικύλος (Graeculus), που χαρακτήριζε τον ξεπεσμένο, παρηκμασμένο και δουλοπρεπή Έλληνα και τη χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι μετά την κατάκτηση της Ελλάδας. Κατά τον Κωνσταντίνο Σάθα οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν έτσι τους Έλληνες διότι οι δεύτεροι στον πόλεμο απέφευγαν την κατά μέτωπο σύγκρουση και προτιμούσαν τακτικές όπως η ενέδρα, ο νυκτοπόλεμος κτλ, το οποίο δεν κατανοούσαν οι πρώτοι και το εκλάμβαναν ως δειλία[1]. Πάντως σε καμία περίπτωση το Γραικός από μόνο του δεν σχετίζεται με δουλικότητα, ούτε έχει καμία συγγένεια με τον όρο ραγιάς[2].
Πέρα από όλα αυτά,  εφαρμόζοντας τα κριτήρια που αναφέραμε στην αρχή, γίνεται φανερό ότι η χώρα μας θα πρέπει να ονομάζεται όχι μόνο από εμάς Ελλάδα, αλλά από όλους και όχι Greece (Γραικία), καθώς η φυλετική ομάδα που την κατοικεί ονομάζονταν Έλληνες από την αρχαιότητα και η γλώσσα τους ελληνικά. Ο λόγος λοιπόν που προτιμώ το Hellas από το Greece είναι ότι το πρώτο βρίσκεται πιο κοντά στην ιστορική αλήθεια και όχι ότι το δεύτερο έχει την όποια υποτιμητική χροιά, όπως φαίνεται να πιστεύουν αρκετοί Έλληνες.

Αλβανία
Οι αρχαίοι κάτοικοι του μεγαλύτερου μέρους της περιοχής που καλύπτει σήμερα η Αλβανία (και μέρους της πρώην Γιουγκοσλαβίας) ήταν οι Ιλλυριοί. Τα αρχαιολογικά ευρήματα συγκεντρωμένα στις παράκτιες περιοχές δεν αποδίδουν έως τώρα σαφή εικόνα του πολιτισμού αυτών των ανθρώπων. Η επικρατέστερη άποψη των ιστορικών είναι ότι οι σύγχρονοι Αλβανοί προέρχονται από τους γηγενείς αρχαίους Ιλλυριούς, και ίσως ως ένα βαθμό από άλλους αρχαίους βαλκανικούς λαούς (Θράκες και Δάκες), με βάση τεστ DNA, σύνδεση ιλλυρικών ονομάτων προσώπων και τόπων με σύγχρονα αλβανικά, ιστορικά γεγονότα κλπ.  Οι Ιλλυριοί πάντως σχημάτισαν βασίλεια γύρω από πολέμαρχους που αντιμάχονταν μεταξύ τους στο μεγαλύτερο τμήμα της ιστορίας τους και δεν υπήρχε ενότητα των ιλλυρικών φυλών, ίσως γι’ αυτό δεν προέκυψε ποτέ στην αρχαιότητα κάποιο ανθηρό ιλλυρικό βασίλειο. Ως προς την αλβανική γλώσσα, αποδείχθηκε τη δεκαετία του 1850 πως είναι Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα και αποτελεί ξεχωριστό κλάδο στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια. Μαζί με τα ελληνικά και τα αρμένικα αποτελούν τις απομονωμένες Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες.
Όσον αφορά το όνομα Αλβανία, φαίνεται να προέρχεται από τη μεσαιωνική ελληνική λέξη Αλβανός (Αλβανών, Αλβανόπολις) και φέρεται να υποδεικνύεται, για πρώτη φορά, από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο (π. 100-160/170 μ.Χ.)  και αφορά κάποια αντίστοιχη φυλή της περιοχής. Ωστόσο, ο νεότερος του Στράβων (π. 64 π.Χ.- 23 μ.Χ.), που αποτελεί τον εγκυρότερο γεωγράφο της αρχαιότητας αναφέρεται σε μια φυλή Αλβανών που ζούσε στον Καύκασο. Πρόκειται για ένα βασίλειο που εκτεινόταν στην σημερινή επικράτεια του Αζερμπαϊτζάν και εν μέρει στο  νότιο Νταγκεστάν. Το βασίλειο φαίνεται να υπήρξε μεταξύ του 4ου αιώνα π.Χ. και του 8ου μ.Χ. ενταγμένο συνήθως ως σατραπεία στην αυτοκρατορία των Σασσανιδών και αργότερα των Πάρθων. Το παρθικό όνομα της περιοχής ήταν Αρντχάν και το αραβικό αρ-Ράν, ίδιο με αυτό που είχε η περιοχή στα περσικά. Το όνομα της χώρας στη γλώσσα του ιθαγενή πληθυσμού, των Καυκασιανών Αλβανών, δεν είναι γνωστό, ούτε η ίδια η γλώσσα τους εν γένει. Πρόκειται λοιπόν για κάποιο φύλο του Καυκάσου που ονομαζόταν Αλβανοί και σύμφωνα με τις πηγές δεν έχει καμία σχέση με αυτούς που ονομάζουμε σήμερα Αλβανούς. Δηλαδή δεν προκύπτει από κάπου ότι το φύλο αυτό μετανάστευσε κάποια στιγμή στην περιοχή της αρχαίας Ιλλυρίας, ούτε μπορούμε να διαπιστώσουμε κάποια συνάφεια στη γλώσσα τους.
Αυτό βέβαια δεν συνεπάγεται ότι το όνομα Αλβανία έχει προκύψει εντελώς αυθαίρετα, ωστόσο οι πρώτες πηγές που αναφέρονται με βεβαιότητα στους Αλβανούς ως βαλκανικό λαό εμφανίζονται πολύ αργότερα σε ανώνυμο βουλγαρικό γραπτό του 11ου αιώνα καθώς και στο έργο του Μιχαήλ Ατταλειάτη (1022-1080). Γενικότερα, Οι Βυζαντινοί συγγραφείς ονομάζουν τη χώρα Αλβανία και τους κατοίκους της Αλβανούς και Αρβανίτες από τον 11ο αιώνα. Μάλιστα το πρώτο πριγκιπάτο που βρισκόταν στον πυρήνα της σημερινής Αλβανίας ονομαζόταν Πριγκιπάτο του Άρβανον και διατήρησε ένα ημιαυτόνομο καθεστώς από το 1190 ως το 1255.
Δεν χρειάζεται να περιέλθω νομίζω σε περισσότερες ιστορικές λεπτομέρειες. Θα προσπαθήσω να εφαρμόσω τα κριτήρια που ανέφερα στην αρχή και στο όνομα της Αλβανίας. Εφόσον φαίνεται να υπήρχε αρχαίο φύλλο με αυτή την ονομασία το οποίο δεν φαίνεται να σχετίζεται με την Αλβανία, ενώ οι πρώτες πήγες που κάνουν λόγο για Αλβανούς είναι πολύ μεταγενέστερες, η ιστορικότητα του ονόματος είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί. Εφόσον τα ιστορικά κριτήρια δεν είναι αδιάσειστα, τότε νομίζω ότι μπορεί να υπερισχύσει αυτών το δικαίωμα του αυτοκαθορισμού. Εφόσον οι ίδιοι οι Αλβανοί θέλουν να ονομάζονται Σκιπτάρ και η χώρα τους Σκιπερία (δηλαδή χώρα των αετών), όροι οι οποίοι καθόσον ξέρω δεν αμφισβητούνται από άλλους λαούς, ούτε παραχαράσσουν την ιστορικότητα άλλου έθνους, δεν βρίσκω λόγο γιατί να μην ονομάζουν όλα τα κράτη τη χώρα αυτή Σκιπερία και τους κατοίκους της Σκιπτάρ.
.
Ουγγαρία
Η Ουγγαρία ίσως είναι πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα λανθασμένης ονοματολογίας από αυτό της Αλβανίας. Για να είμαι ειλικρινής, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αυτή η χώρα ονομάζεται έτσι. Ομολογώ ότι έψαξα και δεν βρήκα σαφές πληροφορίες για την προέλευση του ονόματος Ουγγαρία και Ούγγρος. Για να μην τα πολυλογώ η χώρα αποκαλείται από τους ίδιους  Magyarország, δηλαδή χώρα των Μαγυάρων, και οι Ούγγροι αποκαλούν τους εαυτούς τους Μαγυάρους.
Σε αντίθεση με την αβέβαιη ιστορικότητα του ονόματος Ούγγρος, οι Μαγυάροι γνωρίζουμε ποιοι είναι. Η καταγωγή τους μπορεί να εντοπιστεί από το 2000 π.χ. όταν ζούσαν σαν νομάδες κυνηγοί στην περιοχή του ποταμού Βόλγα και τα Ουράλια Όρη. Πριν το 500 μ.Χ. άρχισαν να μεταναστεύουν στην περιοχή κοντά στον ποταμό Ντον, αλλά μετακινήθηκαν στην σημερινή Ουκρανία μετά από έναν εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε τον ένατο αιώνα. Ένας ακόμα πόλεμος, ο Βούλγαρο-Βυζαντινός Πόλεμος, ανάγκασε τους Μαγυάρους να μεταναστεύσουν άλλη μια φορά. Γύρω στο 896 οι επτά  νομαδικές φυλές των Τουρανικών και Ουραλικών λαών που αποτελούσαν τους Μαγυάρους ενώθηκαν υπό την αρχηγεία του Άρπαντ και κατέκτησαν τους λίγους εναπομείναντες Σλάβους που ζούσαν ακόμα στο Καρπάθιο λεκανοπέδιο. Εδώ εγκαταστάθηκαν τελικά και δημιούργησαν το πριγκιπάτο της Ουγγαρίας. Το πριγκιπάτο της Ουγγαρίας ήταν στην αρχή ελάχιστα παραπάνω από μια ομοσπονδία από φυλές που τις διοικούσε ένας απόγονος του Άρπαντ, εν ονόματι Μέγας Πρίγκιπας. Για να κρατήσουν τις φυλές τους ενωμένες, οι Μαγυάροι πραγματοποιούσαν επιδρομές σε όλη την Ευρώπη τον ένατο και δέκατο αιώνα, μέχρι που ο βασιλιάς Στέφανος (997-1038) επέβαλε το Χριστιανισμό και καθιέρωσε τη μόνιμη εγκατάστασή τους στις σημερινές περίπου περιοχές που κατοικούν. Η στέψη του από τον Πάπα της Ρώμης το 1000 σηματοδότησε την εδραίωση του βασιλείου της Ουγγαρίας.
Όσον αφόρα τώρα τις ιστορικές πηγές που έχουμε, έχει γενικά επικρατήσει η άποψη, αλλά όχι με βεβαιότητα ότι οι Ούγγροι ταυτίζονται με αυτούς που αποκαλούνται Ονογούροι Ούνοι (Ονογουνδούροι) από βυζαντινές πηγές, του 6ου αιώνα. Η πρώτη μαρτυρία που αναμφισβήτητα φαίνεται να αναφέρεται σε αυτό το φύλο είναι ένα χωρίο από το βίο του Βασιλείου Α’(811-886)[3]. Πάντως η ελληνική ονομασία Ούγγροι νομίζω ότι προέκυψε τελικά από τα λατινικά, αν σκεφτεί κανείς ότι υπήρξε ένα παράδοξο και άγνωστης ταυτότητας χρονικό στο τέλος του 9ου αιώνα με όνομα Anonymi Gesta Hungarorum και στις αρχές του 10ου αιώνα το Chronici Hungarici Magna Compositio. Πάντως πως προέκυψε στα λατινικά το όνομα Hungaria δεν γνωρίζω.
Όσον αφόρα την ουγγρική γλώσσα (ουγγρικά: magyar nyelv, δηλαδή μαγυαρικά) ανήκει στην φινοουγγρική υποοικογένεια της γλωσσικής οικογένειας των ουραλικών γλωσσών. Δε συγγενεύει με τις άλλες γλώσσες της Κεντρικής Ευρώπης και είναι μία από τις λίγες γλώσσες της σύγχρονης Ευρώπης που δεν ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια. Οι ουραλικές γλώσσες είναι μια γλωσσική οικογένεια περίπου 30 γλωσσών. Οι περισσότεροι ομιλητές ουραλικών γλωσσών έχουν ως πρώτη γλώσσα την ουγγρική, την φινλανδική και την εσθονική. Δεν είναι λοιπόν παράλογο η γλώσσα των Μαγυάρων να ανήκει στις ουραλικές γλώσσες καθώς και τα νομαδικά φύλα που ονομάζονταν Μαγυάροι προέρχονται από την περιοχή των Ουραλίων.
Σύμφωνα λοιπόν με τα ιστορικά δεδομένα, το φύλο που κατοικεί την περιοχή, αλλά και το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού, εκτιμώ ότι η χώρα αυτή θα έπρεπε να ονομάζεται Μαγυαρία και ο λαός αυτός Μαγυάροι.  Παρόλα αυτά, σχεδόν όλα τα έθνη αποκαλούν το κράτος αυτό Ουγγαρία.  Και  λέω σχεδόν γιατί υπάρχουν και λίγοι λαοί που αποκαλούν την Ουγγαρία ως Μαγυαρία π.χ. οι Τσέχοι και οι Σλοβάκοι (Μaďarsko), οι Σέρβοι (Мађарска), οι Σλοβένοι, οι Κροάτες και οι Βόσνιοι (Madžarska). Ίσως να μην είναι τυχαίο ότι πρόκειται για χώρες  που ανήκαν στα εδάφη της Αυστροουγγαρίας πριν της διάλυση της και την εδαφική συρρίκνωση της Αυστρίας και της Ουγγαρίας μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στις οποίες εξακολουθούν να  κατοικούν μειονότητες Ούγγρων. Αν και η μεγαλύτερη μειονότητα βρίσκεται στην Ρουμανία (περίπου 1,4 εκατομμύρια Ούγγροι), όπου η χώρα αποκαλείται κατά το κλασικό Ungaria.
Συνοψίζοντας, έχουμε να κάνουμε με μια χώρα κι ένα λαό που νομίζω ότι σχεδόν όλοι οι άλλοι λαοί τον αποκαλούν λάθος. Εφόσον οι ίδιοι αποκαλούν τους εαυτούς τους Μαγυάρους και τη χώρα τους χώρα των Μαγυάρων και αυτό συνάδει με τα ιστορικά γεγονότα, δεν βρίσκω για ποιο λόγο θα πρέπει όλοι οι άλλοι να τους αποκαλούμε Ούγγρους. Πέραν τούτου ο δυϊσμός αυτός, δηλαδή κάποιοι λαοί να τους αποκαλούν Μαγυάρους και κάποιοι Ούγγρους, μόνο περιττή αμφισημία προκαλεί. Το ίδιο συμβαίνει και με τα γραπτά κείμενα οπού πολλές φορές βλέπουμε γραμμένο Ούγγροι και σε παρένθεση Μαγυάροι. Μπορεί το όνομα Ούγγρος να είναι πιο διαδεδομένο, αλλά εφόσον το Μαγυάρος είναι ιστορικά ορθότερο εκτιμώ ότι αυτό θα έπρεπε να καθιερωθεί. 

ΠΓΔΜ
Πάμε τώρα στο παράδειγμα της ΠΓΔΜ που είναι ίσως και το πιο περίπλοκο, γιατί εδώ πρόκειται για κρατικό μόρφωμα που ουσιαστικά «ψάχνει» το όνομά του και ο καθένας συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του λαού που το κατοικεί προτείνει ονομασίες που εξυπηρετούν τις δικές του πολιτικές σκοπιμότητες. Επισημαίνω λοιπόν εξ αρχής ότι πρόκειται για πολιτικό ζήτημα και όχι για εθνικό-ιστορικό. Αυτός είναι και ο λόγος που το ζήτημα καθίσταται σύνθετο· η ιστορική αλήθεια είναι μία και γνωστή, σε αντίθεση με τις πολιτικές σκοπιμότητες που είναι πολλές και συχνά αντικρουόμενες. Πριν κάνω λόγο για την ίδια την ΠΓΔΜ (Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας) θα αναφερθώ πρώτα στους Σλάβους γενικότερα, παρακλάδι των οποίων είναι και οι Νοτιοσλάβοι (Γιουγκοσλάβοι).
Οι Σλάβοι είναι η μεγαλύτερη Ινδοευρωπαϊκή εθνογλωσσική ομάδα της Ευρώπης. Είναι γηγενείς στην Κεντρική, την Ανατολική, τη Νοτιοανατολική και τη Βορειοανατολική Ευρώπη και τη Βόρεια και Κεντρική Ασία. Οι Σλάβοι μιλούν σλαβικές γλώσσες της ομάδας των βαλτοσλαβικών γλωσσών. Από τις αρχές του 6ου αιώνα μ.Χ. εξαπλώθηκαν για να κατοικήσουν το μεγαλύτερο μέρος της Κεντρικής, της Ανατολικής και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Κράτη με σλαβικές γλώσσες αποτελούν σήμερα πάνω από το 50% του εδάφους της Ευρώπης. Οι σημερινοί Σλαβικοί λαοί κατηγοριοποιούνται σε Δυτικούς Σλάβους (κυρίως ΤσέχουςΠολωνούς και Σλοβάκους), Ανατολικούς Σλάβους (κυρίως ΛευκορώσουςΡώσους και Ουκρανούς) και Νότιους Σλάβους (κυρίως ΒόσνιουςΚροάτεςΣλαβομακεδόνεςΜαυροβούνιουςΣέρβους,
Σλοβένους και Βούλγαρους), αν και μερικές φορές οι Δυτικοί και οι Ανατολικοί Σλάβοι συνενώνονται σε μια μόνο ομάδα ως Βόρειοι Σλάβοι.
Οι πρώτες γραπτές αναφορές  σε Σλάβους χρονολογούνται τον 6ο αιώνα. Η εγκατάσταση τους φαίνεται να απλώθηκε σε μεγάλες εκτάσεις της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης και σταδιακά προχώρησαν νοτιότερα προς τη βαλκανική χερσόνησο. Η εγκατάσταση τους οδήγησε στην απορρόφηση διαφόρων λαών όπως οι ιθαγενείς ιρανικές εθνοτικές ομάδες  Σκύθες, Σαρμάτες και Αλανοί που κατοικούσαν σε αυτές τις περιοχές προηγουμένως. Το πιθανότερο λοιπόν είναι ότι Σλάβοι εγκαθίστανται στην βαλκανική περί τα τέλη του 6ου αιώνα. Ήδη από τις αρχές του 7ου αιώνα Σλάβοι εγκαταστάθηκαν σε εκτεταμένα εδάφη της σημερινής ηπειρωτικής Ελλάδας που ονομάστηκαν από τους Βυζαντινούς Σκλαβηνίες, δηλαδή πολιτικά αυτόνομες νησίδες σλαβικού πληθυσμού διάσπαρτες ανάμεσα σε Έλληνες. Αρχικά ο πληθυσμός εκεί ζούσε από τις λεηλασίες, αλλά έπειτα ανέπτυξαν εμπόριο και ήρθαν σε επαφή με τους ντόπιους πληθυσμούς. Σε γενικές γραμμές υποτάχθηκαν στρατιωτικά, εκχριστιανίστηκαν και αφομοιώθηκαν κοινωνικά και εθνολογικά. Στη διάρκεια του 9ου αι. μ.Χ., οι Σκλαβηνίες που βρίσκονταν βορειοδυτικά της βαλκανικής χερσονήσου εξελίχθηκαν στα πρώτα κρατίδια Σέρβων και Κροατών, γεγονός που διευκόλυνε και τον εκχριστιανισμό τους την περίοδο του Βασιλείου Α’ (867-886).
Τα γνωστά αυτά ιστορικά γεγονότα μαρτυρούν ότι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Μακεδονίας γύρω β’ στο μισό του 6ου αιώνα. Όπως είναι φυσικό ουδεμία σχέση δύνανται να έχουν με τον Φίλιππο Β’ και τον Αλέξανδρο Γ’ (Μέγα Αλέξανδρο) που έζησαν πάνω από 900 χρόνια νωρίτερα. Και γενικότερα ούτε μακεδονικό έθνος υπήρξε ποτέ με διακριτική μακεδονική γλώσσα και εθνική συνείδηση, πράγματα που δεν νομίζω ότι υπάρχει πραγματικός ιστορικός που να τα πιστεύει. Ο λόγος που τα υποστηρίζω αυτά δεν είναι καθόλου εθνικιστικός, το μόνο κίνητρο μου είναι η ιστορική αλήθεια. Αν υπήρχε έστω και μια γραπτή αναφορά ή αρχαιολογικό εύρημα που να υποδεικνύει συσχέτιση της αρχαίας Μακεδονίας με τη σλαβική φυλή δεν θα είχα κανένα απολύτως πρόβλημα όλη η επιστημονική κοινότητα να επανεξετάσει τα στοιχεία για να αναδειχθεί η αλήθεια. Εφόσον όμως κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί, θεωρώ ότι δεν θα έπρεπε κανείς να πιστέψει σε τέτοια μυθεύματα.
Ωστόσο, αξίζει νομίζω να αναφερθεί ότι η ΠΓΔΜ δεν καπηλεύεται μόνο την ιστορία της αρχαίας Μακεδονίας, αλλά και σύγχρονα γεγονότα όπως η εξέγερση του Ίλιντεν, πράγμα το οποίο νομίζω αξίζει να αναλύσω διεξοδικότερα. Το 1897 δημιουργήθηκε η Σλαβόφωνη Εσωτερική Μακεδονο-Αδριανουπολιτική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΑΕΟ) ώστε να οργανώσει και να προκαλέσει μια εξέγερση, με την υπόσχεση αυτοδιάθεσης και αυτονομίας στον τοπικό πληθυσμό. Αρχική επιδίωξη της ήταν έπειτα από την αυτονόμηση της Μακεδονίας και της Θράκης, να ενταχθούν οι δυο περιοχές στο Βουλγαρικό Βασίλειο, όπως έγινε στην περίπτωση της Ανατολικής Ρωμυλίας, όταν με την Συνθήκη του Βερολίνου (1878) η περιοχή αυτονομήθηκε και αργότερα, με πραξικόπημα ενάντια στην οθωμανική αρχή, προσαρτήθηκε στην Βουλγαρία. Σύντομα στην οργάνωση αυτή δημιουργήθηκαν δύο ρεύματα. Το ένα, οι Αυτονομιστές, υποστήριζε την αυτονόμηση της Μακεδονίας ως υπόσχεση για την διαφύλαξη της αυτονομίας και αυτοδιάθεσης της περιοχής, ενώ η άλλη ομάδα, που δημιουργήθηκε από μέλη του Ανώτατου Μακεδονικού Κομιτάτου (Върховен македоно - одрински комитет, ВМОК), μιας οργάνωσης που ιδρύθηκε το 1894 στην Σόφια, υποστήριζε την άμεση προσχώρηση στην Βουλγαρία. Τα μέλη της ομάδας αυτής ονομάστηκαν Ενωτικοί ή Βερχοβιστές, σε αντίθεση με τους Αυτονομιστές, επειδή πίστευαν στον υπέρτατο στόχο, την άμεση προσάρτηση της Μακεδονίας στην Βουλγαρία. Στην ουσία η εξέγερση στόχευε στην αυτονόμηση της περιοχής της Μακεδονίας με στόχο την προσάρτηση της στην Βουλγαρία και όχι στην δημιουργία ενός αυτόνομου «μακεδονικού» κράτους. Όπως αναφέρει και ο Βρετανός ερευνητής H. N. Brailsford: «το Ίλιντεν ήταν η πρώτη οργανωμένη απόπειρα του βουλγαρικού στοιχείου στην Μακεδονία και την Θράκη, μετά την διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας το 1903». Το ελληνικό κράτος γνωρίζοντας τις βλέψεις της Βουλγαρίας κράτησε επιφυλακτική στάση απέναντι στην εξέγερση και συνεργάστηκε με τις Οθωμανικές αρχές σε επίπεδο πληροφοριών κατά του κινήματος, επειδή η αυτονόμηση της Μακεδονίας θα την έφερνε ένα βήμα πιο κοντά στην Βουλγαρία. Ωστόσο, σήμερα  αυτή η επανάσταση που τελικώς απέτυχε γιορτάζεται στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας ως εθνική επέτειος και για πολλούς στη χώρα θεωρείται η αρχή της Σλαβομακεδονικής εθνογέννησης, χωρίς κανείς να εγγυάται ότι όντως η επιτυχία της θα οδηγούσε πράγματι σε αυτόνομο «μακεδονικό» κράτος.
Πριν ξεκινήσω να μιλάω εκτενέστερα περί της ονομασίας της ΠΓΔΜ θέλω να εξηγήσω τι σημαίνει και πότε προέκυψε η θεωρία του «μακεδονισμού». Ο μακεδονισμός δεν είναι ένα ιδεολόγημα που εμφανίστηκε την περίοδο του Μεσοπολέμου ή αργότερα, όπως καμιά φορά διαβάζω, αλλά αρκετά νωρίτερα. Είναι προϊόν των ανταγωνισμών μεταξύ Βουλγαρίας, Ελλάδας και Σερβίας για τον έλεγχο της περιοχής της Μακεδονίας στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν πλέον ήταν ολοφάνερη η κατάρρευση της οθωμανικής διοίκησης της περιοχής. Τόσο οι Σέρβοι, όσο και οι Βούλγαροι για να κερδίσουν έδαφος στις διεκδικήσεις τους υιοθέτησαν μια πολιτική για τον προσεταιρισμό του «άεθνου» ως τότε σλαβομακεδονικού πληθυσμού, διεκδικώντας τον ως ομόφυλο ή ως ομόγλωσσο (ή και τα δύο). Ανάμεσα στον ανταγωνισμό αυτό η Σερβία, θέλοντας να αποδυναμώσει τα αιτήματα των βουλγάρων για προσεταιρισμό των Σλάβων της λεγόμενης Παλαιάς Σερβίας, πρόβαλε από το 1886/7 τη θεωρία του μακεδονισμού, ότι δηλαδή οι Σλάβοι αυτοί αποτελούν διακριτή ομάδα και δεν είναι ούτε Σέρβοι, ούτε Βούλγαροι[4]. Εφόσον δεν ήταν ούτε Σέρβοι, ούτε Βούλγαροι αλλά κάτι άλλο άρχιζε να προπαγανδίζεται η αντίληψη ότι ήταν σλαβικό φύλο που αναμείχθηκε με τους αρχαίους Μακεδόνες οι οποίοι δεν ήταν Έλληνες.
Προς επίρρωση των όσων γράφω παραθέτω τμήμα συνέντευξης του Σέρβου πολιτικού Νικολάεβιτς που αφορά τους Σλάβους της Μακεδονίας το 1895.
-Και ποίαν ιδέαν έχετε εν γένει περί των εν Μακεδονία Σλαύων, παρακαλώ;
- Οι περισσότεροι εξ αυτών, κυρίως ειπείν, δεν είναι ούτε Σέρβοι ούτε Βούλγαροι· σαν να είνε μία ιδιαιτέρα φυλή, σλαυική μεν, αλλ’ ούτε βουλγάρικη, ούτε σέρβικη, και πρώτον η γλώσσα τους είνε μεταξύ σερβικής και βουλγαρικής, αλλ’ ούτε το έν ούτε το άλλο. Ημείς προσπαθούμεν να τους χωρίσωμεν. Πληθυσμοί άνευ εθνικής ιδέας. Και ο Σταμπούλωφ* μοί ωμίλει περί των Μακεδόνων τούτων μετά της μεγαλειτέρας περιφρονήσεως. Σεις όμως οι Έλληνες έχετε εν Μακεδονία Έλληνας αληθινούς, ομιλούντας την ελληνικήν, αισθανόμενους ελληνικά. Εάν η Ελλάς καταλάβη την Μακεδονίαν, και αυτοί οι μη Έλληνες θα γείνουν Έλληνες, εάν η Βουλγαρία, θα γείνουν Βούλγαροι, εάν η Σερβία, Σέρβοι[5].
Συνοψίζοντας, ο μακεδονισμός ήταν μια θεωρία την οποία εισήγαγαν οι Σέρβοι για να εμποδίσουν τους Βούλγαρους να προσεταιριστούν τους Σλαβομακεδόνες, στα τέλη του 19ου αιώνα. Πηγαίνοντας στη μεταπολεμική εποχή θα παρατηρήσουμε ότι το κράτος της Γιουγκοσλαβίας συνεχίζει την ίδια πολιτική με την ίδια περίπου σκοπιμότητα. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο συγκροτείται η Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας από τις εξής Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες: Σερβίας, Κροατίας, Βοσνίας, Σλοβενίας, Μαυροβουνίου και Μακεδονίας. Ενώ για τις πρώτες πέντε υπήρχαν όντως φυλετικά κριτήρια, η Σ.Δ. Μακεδονίας δημιουργήθηκε κατ’ ουσίαν, μόνο από πολιτικά και στη συνέχιση της θεωρίας του μακεδονισμού που φτιάχτηκε επί τούτου με πολιτικές σκοπιμότητες. Έτσι επήλθε μια σκόπιμη σύγχυση μεταξύ του γεωγραφικού όρου Μακεδονία και τη χρήση του όρου με εθνική έννοια. Οι Σλάβοι κάτοικοι της Σ.Δ. Μακεδονίας βαφτίστηκαν εθνικά Μακεδόνες και αποτέλεσαν μακεδονική εθνότητα ισότιμη μέσα στο γιουγκοσλαβικό κράτος με τη σέρβικη, κροάτικη, σλοβένικη κτλπ. Ο πολιτικός στόχος ήταν πάλι ο ίδιος, να αποκοπούν οι φιλοβουλγάρικες τάσεις σημαντικού τμήματος αυτού του πληθυσμού. Το γιουγκοσλαβικό κράτος προχώρησε λοιπόν στην ad hoc συγκρότηση μιας νέας εθνότητας, η οποία χρειαζόταν δική της γλώσσα, ανεξάρτητη εκκλησία και ιστορική παράδοση. Ως προς τη γλώσσα, το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα που ήταν γνωστό και το οποίο προήλθε από βουλγάρικες λέξεις με προσθήκες τουρκικών, ελληνικών, αλβανικών και βλάχικων υπέστη μια «επιστημονική» επεξεργασία και ονομάστηκε «μακεδονική» γλώσσα. Στον εκκλησιαστικό τομέα παρά την ύπαρξη σέρβικου Πατριαρχείου και την αντίδρασή του, η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση δέχθηκε το αίτημα των «Μακεδόνων» το 1968 για αυτοκέφαλη Μακεδονική Εκκλησία που δεν αναγνωρίζεται από τις άλλες ορθόδοξες εκκλησίες, διαδραματίζει όμως σπουδαίο προπαγανδιστικό ρόλο υπέρ της «μακεδονικής» εθνότητας των Σλαβομακεδόνων. Το τρίτο σκέλος, όμως, το δυσκολότερο  που αφορά περισσότερο την Ελλάδα, ήταν ο αγώνας για την διαμόρφωση του ιστορικού υποβάθρου. Πολλοί επιστήμονες δούλεψαν επί δεκαετίες και κυκλοφόρησαν βιβλία και περιοδικά για να πείσουν τη λαϊκή μάζα ότι υπάρχει μακεδονική εθνότητα. Διακηρύχθηκε ότι με τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας» έγινε το πρώτο βήμα για την εθνική αποκατάσταση των Μακεδόνων και ότι αναμένεται να ακολουθήσουν η Μακεδονία του Αιγαίου (ελληνική) και η Μακεδονία του Πιρίν (βουλγαρική). Το 1969 κυκλοφόρησε μάλιστα τρίτομη «Ιστορία του Μακεδονικού Έθνους». Ο μοναδικός τρόπος όμως να γεφυρωθεί το αδιαμφισβήτητο χρονικό χάσμα ανάμεσα στον Αλέξανδρο και τους Σλάβους της Μακεδονίας ήταν να υποστηριχθεί ότι οι Μακεδόνες δεν ήταν ελληνική φυλή, αλλά κάποια άλλη από τις ιλλυρικές και θρακικές φυλές της περιοχής και η οποία αναμείχθηκε αργότερα με τα σλαβικά φύλα της περιοχής. Επιχειρήματα πραγματικά ενάντια σε όλες τις ιστορικές πηγές και τεκμήρια. Η συστηματική επανάληψη όμως αυτών των ιστορικών ανακριβειών είχε ως αποτέλεσμα γενιές Σλαβομακεδόνων να γαλουχηθούν, με την ιδέα ότι είναι απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων και η διεθνής κοινή γνώμη να ταυτίσει τον όρο Μακεδονία με την περιοχή των Σκοπίων. Στην πραγματικότητα τα Σκόπια δεν εντάσσονταν καν στο βασίλειο της αρχαίας Μακεδονίας, κατοικούνταν μάλιστα από το εχθρικό φύλο των Δαρδάνων, που πρέπει να ήταν ιλλυρική φυλή. Εξ ου και έχει υποστηριχθεί από την αλβανική μειονότητα της ΠΓΔΜ να ονομαστεί το κράτος αυτό Δαρδανία, όνομα που φαίνεται να ικανοποιεί τις δικές τους «αλυτρωτικές» βλέψεις στην περιοχή.
Εφαρμόζοντας τα κριτήρια που ανέφερα για την ΠΓΔΜ έχουμε τα εξής: πρόκειται για χώρα που κατοικείται κατά πλειοψηφία από μία σλαβική φυλή που αποκαλούνται Σλαβομακεδόνες και η γλώσσα τους σλαβομακεδονικά. Οι ίδιοι όμως επιθυμούν να ονομάζονται Μακεδόνες, γεγονός που παρά την αρχή του σεβασμού του αυτοπροσδιορισμού, προσκρούει στην αρχή της διατήρησης της ιστορικής αλήθειας και γι’ αυτό αναιρείται. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η χώρα είναι εύλογο να ονομαστεί τελικά Σλαβομακεδονία. Το όνομα αυτό δείχνει ποια φυλετική ομάδα κατοικεί στη χώρα και ακυρώνει τις ψευδό-αλυτρωτικές βλέψεις που ενέχει το όνομα Μακεδονία. Υπάρχουν ωστόσο αρκετοί Ελληναράδες που δεν δέχονται καθόλου τον όρο Μακεδονία με κανένα συνθετικό ούτε εθνικό, ούτε γεωγραφικό. Αυτό όμως που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι το όνομα Μακεδονία, ακόμη κι αν προέρχεται από το αρχαίο κράτος του Φιλίππου Β’ και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, επικράτησε ως γεωγραφικός προσδιορισμός μιας ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων που σήμερα μοιράζεται μεταξύ πέντε κρατών. Υπάρχει η Μακεδονία του Αιγαίου που ανήκει στην Ελλάδα, η Μακεδονία του Βαρδάρη που αποτελεί το κράτος της ΠΓΔΜ, η Μακεδονία του Πιρίν που βρίσκεται στην δυτική  Βουλγαρία καθώς και ένα μικρό τμήμα της βορειοανατολικής Αλβανίας και δύο πολύ μικρά τμήματα της νότιας Σερβίας. Όπως συνάγεται από τα παραπάνω, ο όρος Μακεδονία ως γεωγραφικός δεν μπορεί να αποδοθεί σε μία μόνο από τις παραπάνω εθνότητες ή άλλες που μπορεί να κατοικούν σε αυτά τα εδάφη, αλλά σε όλες. Έτσι, θεωρώ ότι υπάρχει Έλληνας Μακεδόνας, Βούλγαρος, Σλάβος, Σέρβος, Αλβανός, Τούρκος, Εβραίος (αν και δεν πρόκειται για εθνικό προσδιορισμό) και οτιδήποτε άλλο, αρκεί να ήταν εγκατεστημένος στα εδάφη που περιλαμβάνονται στο γεωγραφικό όρο Μακεδονία. Εξάλλου, το γεγονός ότι η ονομασία προέρχεται από ελληνική λέξη δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να τη χρησιμοποιήσει και άλλος λαός. Υπάρχουν πάρα πολλές πόλεις στο εξωτερικό που έχουν ελληνικά ονόματα και κανείς μας δεν διαμαρτυρήθηκε γι’ αυτό. Απαγόρευση στη γείτονα να χρησιμοποιήσει τον όρο αυτό στην ονομασία της πιο πολύ δυναμιτίζει το ζήτημα παρά βοηθάει στην επίλυσή του.
Το όνομα Σλαβομακεδονία όμως εγείρει νομίζω ενστάσεις κυρίως από την πολυπληθή αλβανική μειονότητα της ΠΓΔΜ που φτάνει το 30% (ίσως και λίγο παραπάνω) του συνολικού πληθυσμού. Εδώ αρχίζει να φαίνεται και η πολυπλοκότητα του ζητήματος, καθώς φαίνεται δύο μικρά και αδύναμα κράτη της βαλκανικής να βρίσκονται σε εθνικιστική έξαρση και αντιπαράθεση, προκαλώντας δυστυχώς αναπόφευκτα και την ανάδυση του όχι τόσο ενεργού πλέον εθνικισμού των γειτόνων τους. Αυτό το δυστυχώς είναι το συντομότερο σχόλιο που μπορώ να κάνω για εκδηλώσεις σαν το κιτς καρναβάλι της Θεσσαλονίκης και τις εθνικιστικές-φασιστικές κορώνες που ακούστηκαν στο “πάνδημο” (εντός πολλών εισαγωγικών) συλλαλητήριο της Αθήνας.
Πάντως, για να σχολιάσω λίγο τα ονόματα που τίθενται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων όλα είναι κατ’ εμέ απορριπτέα. Το Νέα Μακεδονία δεν στέκεται από πουθενά, είναι σαν άποικοι από κάποια παλιά Μακεδονία να έφτιαξαν μια νέα, όπως υπάρχει Νέα Σμύρνη και Νέα Υόρκη. Αν αυτή είναι η Νέα τότε ποια είναι η παλιά; αυτή του Μεγάλου Αλεξάνδρου; Πρόκειται λοιπόν για πλήρως ανιστορικό όνομα. Το όνομα Άνω Μακεδονία πάλι δεν μου γεμίζει προσωπικά το μάτι. Δεν έχει ούτε αυτό ιστορική θεμελίωση. Η περιοχή δεν ήταν ποτέ γνωστή ως Άνω Μακεδονία, ούτε η σημερινή ελληνική Μακεδονία ως κάτω Μακεδονία. Όσον αφορά τώρα το όνομα Βαρντάσκα που πρότεινε ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, δεν κολλάει ιστορικά ούτε αυτό από πουθενά. Βαρντάσκα Μπρανόβινα ονομαζόταν μια από τις εννέα Μπρανόβινες, δηλαδή διοικητικές περιφέρειες, του βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας, η οποία περιλάμβανε και την περιοχή της σημερινής ΠΓΔΜ. Το βασίλειο αυτό υπήρξε από το 1929 ως το 1941, δηλαδή η περιοχή ονομαζόταν έτσι για 13 χρόνια, λίγο δύσκολο να είναι αρκετό αυτό για να στηρίξει ιστορικά αυτήν την ονομασία. Ένα άλλο εναλλακτικό όνομα για τη γειτονική χώρα που δεν πέφτει στο τραπέζι, θα μπορούσε να είναι το Μακεδονία του Βαρδάρη. Η έλλειψη όμως του εθνικού προσδιορισμού φοβάμαι ότι θα οδηγούσε γρήγορα στην  παράλειψη του δεύτερου συνθετικού από τους γείτονες και θα έμενε ξανά το σκέτο Μακεδονία. Από όλα λοιπόν τα παραπάνω εγώ θα πρότεινα το όνομα Σλαβομακεδονία. Εξάλλου, πρώτον όλες οι χώρες έχουν μειονότητες και κάποιες φορές πολυπληθείς και δεύτερον η έξαρση του αλβανικού εθνικισμού δεν χρειάζεται αυτή την αφορμή για να εκδηλωθεί, είναι ήδη αρκετά έκδηλη.
Τέλος, απαντώντας σε όλους όσους λένε ότι το πρόβλημα δεν είναι δικό μας, αλλά αφορά μόνο τους γείτονες ως προς την ένταξη τους στο ΝΑΤΟ (μεγάλη επιτυχία) και στην ΕΕ (ακόμα μεγαλύτερη), (παρά τα σχόλια στις παρενθέσεις ξέρω ότι για τους Σλαβομακεδόνες είναι μεγάλη επιτυχία, ειδικά αφού οι Αμερικάνοι έχουν φαγωθεί όλως τυχαίως να τους εντάξουν στο ΝΑΤΟ) το ζήτημα αφορά και εμάς διότι ως προς την ονομασία «ο κόσμος το έχει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι». Με αυτή τη λαϊκή ρήση εννοώ ότι όλος ο απλός κόσμος στην Ευρώπη και στην Αμερική (και αλλού υποθέτω αλλά δεν το έχω συζητήσει) αποκαλεί το κράτος αυτό σκέτο Μακεδονία. Αν κανείς συναναστραφεί με άτομα του εξωτερικού οι περισσότεροι δεν έχουν ακούσει καν τον όρο FYROM. Και επίσης εμένα με εκνευρίζει σαν άνθρωπο αυτό που κάνουμε εμείς στην Ελλάδα, δηλαδή να αποκαλούμε ένα λαό με το όνομα της πρωτεύουσας του, όπως αποκαλούμε εμείς τους Σλαβομακεδόνες Σκοπιανούς και το κράτος με το όνομα της πρωτεύουσας του Σκόπια. Εμένα πάντως δεν θα μου άρεσε να υπήρχε λαός που αποκαλεί την Ελλάδα Αθήνα, και τους Έλληνες Αθηναίους, παρόλο που η μισή σχεδόν χώρα κατοικεί στην πρωτεύουσα.
Κλείνοντας το θέμα ως προς την ονομασία της ΠΓΔΜ, θέλω να επισημάνω ξανά ότι πρόκειται για ένα πολύ απλό ζήτημα ιστορικά το οποίο γίνεται πολύ σύνθετο πολιτικά. Η πολιτική λοιπόν συνθετότητα του ζητήματος είναι εκείνη που δεν επιτρέπει την επίλυσή του και όχι η ιστορική. Η συνθετότητα ανάγεται στο γεγονός ότι ανακινούνται με αυτή την αφορμή τριγμοί στις σχέσεις των βαλκανικών λαών, τα σύνορα των οποίων καθορίστηκαν από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Οι τριγμοί αυτοί όμως ανακινούνται κυρίως από τους Αλβανούς και τους Σλαβομακεδόνες που διεκδικούν παραπάνω εδάφη από αυτά που έχουν και οι οποίοι δεν συμμετείχαν στην μοιρασιά των βαλκανικών πολέμων. Αν όμως το ζήτημα αφορούσε μόνο τους μικρούς παίκτες όπως τους λαούς της ευρύτερης περιοχής της Μακεδονίας, τότε δεν θα ήταν τόσο σύνθετο. Η ιστορία δείχνει ότι όπου τσακώνονται οι μικροί εμπλέκονται και οι μεγάλοι για τα δικά τους συμφέροντα. Μια κλασική ιμπεριαλιστική δύναμη όπως η Αμερική συνηθίζει να στήνει κράτη ελεγχόμενα από αυτήν, ειδικά σε περιοχές όπου υπάρχουν διακυβεύοντα συμφέροντα που συνήθως αφορούν κοιτάσματα, πετρέλαια κτλπ. Αν συσχετιστεί το ζήτημα αυτό και με την στα όρια του «παραλόγου» πολιτική του Ερντογάν, θα μπορούσε κάποιος κινδυνολόγος από αυτούς που ακούμε στα δελτία ειδήσεων να προφητεύσει δεινά για την πατρίδα μας.
Προσωπικά, ελπίζω να μην γίνει Γ’ Βαλκανικός Πόλεμος, ούτε κανένας άλλος στην περιοχή, ούτε αλλαγές συνόρων υπέρ ή κατά που να αφορούν την Ελλάδα. Ακόμη κι αν γίνει όμως δεν ανησυχώ για το μέλλον της πατρίδας μου. Ό,τι κακό είχε να πάθει η Ελλάδα, το έχει πάθει ήδη, εκχώρησε λίγο πολύ τη δημόσια περιουσία της και έχει καταστεί de facto γερμανικό προτεκτοράτο. Τώρα, ο Ελληνάρας που τρώει κουτόχορτο και όταν ψηφίζονταν μνημόνια έπινε καφέ, ας πάει να ντυθεί μακεδονομάχος για να διαφυλάξει την ελληνικότητα της Μακεδονίας.



Γιώργος Σκολαρίκης





[1] Κ. Σάθας, Έλληνες στρατιώται εν τη Δύσει και η αναγέννησις της Ελληνικής τακτικής, 1885.
[2] Ως προς τον όρο ραγιάς αξίζει πιστεύω να επισημανθεί ότι αρχικά αφορούσε όλους τους υπηκόους της οθωμανικής αυτοκρατορίας ανεξαρτήτως θρησκεύματος και αναφερόταν στους αγρότες που κατέβαλλαν φόρους στους τιμαριούχους και βρίσκονταν σε θέση ανάλογη των δουλοπάροικων. Από τον 17ο αιώνα ο όρος χρησιμοποιήθηκε μόνο για τους μη Μουσουλμάνους υπηκόους της αυτοκρατορίας και μάλιστα αδιακρίτως από το αν ήταν γεωργοί ή όχι. Βλ. σχετικά Ν. Σαρρής Προεπαναστατικά Ελλάδα και Οσμανικό Κράτος, Ηρόδοτος, Αθήνα, 1993, σ. 379 και P. Sugar, Η Νοτιοανατολική Ευρώπη κάτω από οθωμανική κυριαρχία (1354-1804), Σμίλη, Αθήνα 1994, τ. Β΄, σ. 375.
[3] Π. Αντωνόπουλος, Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος και οι Ούγγροι, Ιστορικές εκδόσεις Στ. Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1996, σ. 49-50.
[4] Βλ. Α. Κωνσταντακοπούλου, «Η ‘θεωρία’ του μακεδονισμού», Η Κυριακάτικη ΑΥΓΗ 10 Αυγούστου 2008, σ. 19.
* Στέφαν Σταμπούλωφ (1854-1895) Βούλγαρος πολιτικός που διετέλεσε και πρωθυπουργός.
[5] Γ. Φραγκούδης, «Συνεντεύξεις μετά πολιτικών του Βελιγραδίου. Ο κος Νικολάεβιτς», εφ. Ακρόπολις, 9/9/1985.

Σχόλια