Πόσο φιλελληνική έχει υπάρξει η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας;


του Γιώργου Σκολαρίκη

Είναι πασιφανές ότι οι διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας Ρωσίας ότι τον τελευταίο καιρό δεν είναι καλές. Η ρωσική πλευρά κυρίως έχει δυσαρεστηθεί από την προσπάθεια επίλυσης του ζητήματος της ονομασίας της FYROM που ανοίγει την πόρτα του ΝΑΤΟ στην γείτονα χώρα, στο κλίμα αυτό εντάσσεται και η κρίση που ξέσπασε το καλοκαίρι με τους Ρώσους κατάσκοπους (εεμ σόρρυ διπλώματες) που απελάθηκαν από την Αθήνα. Ταυτόχρονα ο Πούτιν έχει προσεγγίσει τον Ερντογάν ποντάροντας μάλλον στην αντιαμερικανική μέχρι στιγμής ρητορική και στάση του δεύτερου. Από την άλλη πετυχαίνω καμιά φορά στην τηλεόραση τον Βελόπουλο και τον ακούω να ωρύεται ότι οι μόνο οι Ρώσοι και ο Πούτιν ενδιαφέρονται πραγματικά για τα συμφέροντα της Ελλάδας και αναρωτιέμαι τι γίνεται; Έτσι αποφάσισα να αποταθώ στην ιστορία και να αναζητήσω ιστορικά τις σχέσεις των δύο χωρών και κυριότερα κατά πόσο η ρωσική εξωτερική πολιτική έχει ενδιαφερθεί και συνδράμει όντως για την εξυπηρέτηση ελληνικών συμφερόντων.
Θα ξεκινήσω από πολύ παλιά, αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και θα αναφερθώ σε αρκετά ιστορικά γεγονότα γι’ αυτό δεν θα προβώ σε διεξοδικές αναλύσεις. Θα αρχίσω από τον Ιβάν Γ’ (1440-1505) με τον οποίο το Μεγάλο Δουκάτο της Μοσχοβίας τριπλασίασε τα εδάφη του κι αύξησε τη δύναμη του. Ο Ιβάν παντρεύτηκε τη Ζωή, Σοφία Παλαιολογίνα, ανιψιά του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Με αυτό τον τρόπο θέλησε να καθιερώσει το κράτος του ως το διάδοχο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και έδωσε στη Μόσχα το τιμητικό όνομα «Τρίτη Ρώμη», ακόμη υιοθέτησε τον δικέφαλο αετό των Παλαιολόγων ως σύμβολο των Ρώσων.
Σταδιακά το κράτος των Ρώσων επεκτείνει τα εδάφη του, επί του Ιβάν Δ’ Τρομερού μετατρέπεται σε βασίλειο και εκείνος παίρνει πρώτος τον τίτλο του τσάρου. Επιπλέον, ο Ιβάν Δ’ διεξήγαγε τον πρώτο ρωσοτουρκικό πόλεμο (1568-1570), με τον οποίο η Ρωσία κατέλαβε το Χανάτο του Αστραχάν. Οι ρωσοτουρκικοί πόλεμοι είναι πολλοί και δεν θα χρειαστεί να αναφερθούμε σε όλους. Γενικότερα, η προσπάθεια της Ρωσίας να εξαπλωθεί προς την χερσόνησο της Κριμαίας και να αποκτήσει έξοδο στη Μαύρη Θάλασσα θα οδηγήσει τα δύο κράτη σε διαρκείς διενέξεις με τις οποίες οι Ρώσοι αργά αλλά σταθερά επεκτείνονται κατά των Οθωμανών.
Η αύξηση της ισχύος της Ρωσίας, οι συγκρούσεις της  με τους Οθωμανούς και κυρίως το γεγονός ότι ήταν η μόνη ομόδοξη δύναμη με τους Ορθόδοξους Έλληνες, τους έκανε να στρέψουν τις ελπίδες τους προς του Ρώσους για την απελευθέρωσή τους και την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Έτσι άρχισαν να διαδίδονται προφητείες μεταξύ των Ελλήνων ότι το ξανθό γένος (δηλαδή οι Ρώσοι) θα καταλάβει τον Επτάλοφο (την Κωνσταντινούπολη) και θα εκδιώξει τους Τούρκους ως την Κόκκινη Μηλιά. Και τραγούδια όπως: «Ακόμη τούτη η άνοιξη ραγιάδες ραγιάδες ώσπου να ‘ρθει ο Μόσκοβος να φέρει το σεφέρι». Οι οποίες όπως γνωρίζουμε ποτέ δεν εκπληρώθηκαν, αλλά παρά τα ιστορικά διδάγματα εξακολουθούν κάποιοι να επιμένουν στην εκπλήρωσή τους.
Την εποχή της βασιλείας του Μεγάλου Πέτρου (1682-1725) η Ρωσία θα γνωρίσει την μεγαλύτερη ως τότε ακμή της. Η νίκη της επί της Σουηδίας στον Μεγάλο Βόρειο Πόλεμο (1700-1721) κατέστησε τη Ρωσία την υπερδύναμη της Βόρειας Ευρώπης. Από το 1721 το βασίλειο μετονομάστηκε σε αυτοκρατορία.
Η επόμενη μεγάλη προσωπικότητα που δεσπόζει στην ρωσική ιστορία και συνδέεται πιο άμεσα με τον ελληνισμό δεν είναι άλλη από την Μεγάλη Αικατερίνη (1729-1796). Ένα από τα φιλόδοξα σχέδια της ήταν το λεγόμενο «Ελληνικό Σχέδιο». Πρόκειται για μια πρόταση επίλυσης του Ανατολικού ζητήματος με τη διχοτόμηση και διανομή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας μεταξύ της Αυστριακής και της Ρωσικής αυτοκρατορίας, την οποία θα ακολουθούσε η ανασύσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Η Αικατερίνη σκόπευε να ορίσει ως αυτοκράτορα του «νέου Βυζαντίου» τον εγγονό της, Μέγα Δούκα Κωνσταντίν Πάβλοβιτς, εξ ου και το όνομα Κωνσταντίν. Γι’ αυτό το λόγο μάλιστα ο πρίγκιπας Ποτέμκιν έδωσε ελληνικά ονόματα στις νεοϊδρυθείσες πόλεις της νέας Ρωσίας (πρόκειται για την περιοχή μεταξύ της Μαιώτιδας λίμνης κατά μήκος της Μαύρης Θάλασσας), όπως Χερσώνα, Μαριούπολη, Σεβαστούπολη, Συμφερόπολη, Σταυρούπολη, Ευπατορία, Μελιτόπολη, Οδησσός.
Το σχέδιο της Αικατερίνης για αναβίωση του Βυζαντίου δεν πέτυχε, οι συγκρούσεις όμως με τους Οθωμανούς είχαν γενικά θετικές συνέπειες για τον ελληνισμό. Ο ρωσοτουρικικός πόλεμος του 1768-1774 έληξε με αποφασιστική νίκη της Ρωσίας  και την γνωστή συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή. Μέρος του πολέμου αυτού αποτέλεσαν και τα Ορλωφικά. Εξέγερση των Ελλήνων η οποία υποκινήθηκε από τους Ρώσους και πήρε το όνομά της από τους βασικούς υποκινητές της τους αξιωματούχους αδερφούς Ορλώφ. Η εξέγερση απέτυχε αλλά η συνθήκη απέβη ευνοϊκή για τους Έλληνες. Με τη συνθήκη αυτή η Ρωσία κατακτούσε την περιοχή της Κριμαίας και αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών υπό την προστασία της Υψηλής Πύλης. Επιπλέον, Η Ρωσία εξασφάλισε το δικαίωμα να διατηρεί στόλο στον Εύξεινο Πόντο, αποκτώντας το δικαίωμα της ελεύθερης ναυσιπλοΐας των υπό ρωσική σημαία εμπορικών πλοίων σ' αυτόν. Τέλος,  η Ρωσία επέβαλε το ασαφές δικαίωμα προστασίας των ορθόδοξων χριστιανών υπηκόων της Πύλης από τον Τσάρο.
Σε ό,τι αφορά στα ελληνικά ενδιαφέροντα, με την υπογραφή της Συνθήκης κατοχυρώθηκε νομικά το δικαίωμα της χρήσης της ρωσικής σημαίας από Έλληνες πλοιοκτήτες, όπως και η ναυπήγηση πλοίων μεγάλου εκτοπίσματος. Χρησιμοποιώντας τη ρωσική σημαία ο εμπορικός στόλος των Ελλήνων πλοιοκτητών αναπτύχθηκε θεαματικά. Ακολουθώντας πιστά τα γεωστρατηγικά της ενδιαφέροντα, η Ρωσία ενδιαφερόταν άμεσα για την ανάπτυξη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, είτε εξαιτίας της έλλειψης ρωσικών εμπορικών πλοίων για τη μεταφορά εμπορευμάτων είτε εξαιτίας της ναυτικής δεξιότητας των ελληνικών πληρωμάτων. Όσον αφορά το δικαίωμα της Ρωσίας για προστασία των χριστιανών υπηκόων της Πύλης πρακτικά συνιστά δικαίωμα να παρεμβαίνει ενεργά στα εσωτερικά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, καθώς σε αυτήν κατοικούσε μεγάλο πλήθος ορθοδόξων χριστιανών.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1787, οι Τούρκοι επιδιώκοντας να πάρουν πίσω τα χαμένα εδάφη κήρυξαν νέο πόλεμο εναντίον της Ρωσίας ο οποίος έληξε με νίκη της δεύτερης το 1792 και την υπογραφή της Συνθήκης του Ιασίου, η οποία εδραίωνε την κυριαρχία της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, όπως και στον προηγούμενο, η Αικατερίνη έστειλε πράκτορες στην Ελλάδα με σκοπό να ξεσηκώσει επανάσταση των Ελλήνων σε στεριά και θάλασσα. Πολεμικά γεγονότα στο Αιγαίο και στο Ιόνιο προκλήθηκαν από μικρούς στολίσκους που δημιούργησαν οι Ρώσοι αλλά κυρίως από τη δράση του Λάμπρου Κατσώνη. Επί τρία χρόνια ο Κατσώνης (1788-1791) κυριαρχούσε στο Αιγαίο, μαχόμενος χωρίς ουσιαστική βοήθεια από τους Ρώσους και δημιούργησε σοβαρότατο αντιπερισπασμό στους Τούρκους, οι οποίοι αναγκάστηκαν να διασπάσουν το στόλο που θα έστελναν στη Μαύρη Θάλασσα, αλλά και να διατηρήσουν στρατό στα παράλια του Αιγαίου. Είναι γεγονός ότι με εκείνο τον ρωσοτουρκικό πόλεμο οι Έλληνες είχαν εναποθέσει πολλές ελπίδες για την απελευθέρωσή τους, εμπιστευόμενοι τις υποσχέσεις των Ρώσων ώστε να εξεγερθούν. Βάσει όμως των όρων της Συνθήκης του Ιασίου οι Έλληνες κυριολεκτικά εγκαταλείφθηκαν στη τύχη τους. Ο Κατσώνης διατάχθηκε ν' αναστείλει τη δράση του, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του ρωσικού στόλου εγκατέλειψε τις ελληνικές θάλασσες. Τα αισθήματα των Ελλήνων εκείνη την εποχή εξέφρασε πικρόχολα ο Λάμπρος Κατσώνης όταν μαθαίνοντας σχετικά για την υπογραφή της συνθήκης, όντας ακόμα ναύαρχος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, αναφώνησε: «Αν η Αυτοκράτειρα σύναψε την ειρήνην της, ο Κατσώνης δεν υπέγραψε ακόμα την ιδικήν του». Τον Μάιο του 1792, εξέδωσε μανιφέστο με το οποίο διαμαρτυρόταν για την ρωσοτουρκική ειρήνη, κατηγορώντας τη ρωσική πολιτική, η οποία είχε αγνοήσει τους Έλληνες και τον αγώνα τους για ανεξαρτησία. Συνέπεια αυτού ήταν η Μεγάλη Αικατερίνη να του αφαιρέσει τον βαθμό και να του απαγορεύσει να κάνει χρήση της ρωσικής σημαίας. Αποτέλεσμα ήταν ο στόλος του Κατσώνη να διαλυθεί από τις υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις στις οποίες συνέδραμαν και δύο γαλλικά πλοία. Ο ίδιος κατάφερε να επιστρέψει στην Ρωσία και να ξανακερδίσει την εκτίμηση της Αικατερίνης, η οποία του δώρισε ένα κτήμα στην Κριμαία όπου και εγκαταστάθηκε. Ο υπόλοιπος ελληνισμός όμως πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος εξαιτίας της επανάστασης εναντίον των Οθωμανών.
Η μεγάλη Αικατερίνη ίσως ήταν το πρόσωπο που όντως θέλησε να επιτύχει την ανασύσταση του Βυζαντίου και έδειξε δείγματα καλής θελήσεως στους Έλληνες. Στην ουσία όμως τους υποσχέθηκε την απελευθέρωση τους και τους παροτρύνε να εξεγερθούν ώστε να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα της Ρωσίας χωρίς εκείνη να τηρήσει τις υποσχέσεις της για απελευθέρωση της Ελλάδας.
Το φιλορωσικό κλίμα που επικρατούσε στην Ελλάδα άρχισε να μεταβάλλεται κυρίως ύστερα από την διάδοση των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης. Οι σπουδαιότεροι Έλληνες λόγιοι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού όπως ο Ρήγας και ο Κοραής εμφορούμενοι από τα μηνύματα των Γάλλων επαναστατών έστρεφαν πλέον την προσοχή τους στο φιλελεύθερο γαλλικό έθνος για την υποστήριξη της ελληνικής επανάστασης. Οι βλέψεις αυτές φάνηκαν να υλοποιούνται όταν ο στρατός του Ναπολέοντα κατέλαβε τα Επτάνησα το 1797. Η Γαλλοκρατία όμως διατηρήθηκε μόλις 20 μήνες, καθώς ο συνασπισμένος ρωσοτουρκικός στόλος κατέλαβε τα Επτάνησα το 1799. Ο Κοραής ο οποίος είχε σταθερά φιλογαλλική στάση και ήταν επιφυλακτικός απέναντι στις προθέσεις των Άγγλων και των Ρώσων για την Ελλάδα αναφέρει: «Αν ο σκοπός των Ρώσων ήτο η ελευθερία και η δόξα της Ελλάδας, αφορμήν  πρεπωδεστέραν να μας αποδείξωσει, δεν είχαν παρά αφίνοντες εις την Επτάνησον την τιμή της ελληνικής ονομασίας και διοικήσεως»[1].
Η αλήθεια είναι ότι η σύμπραξη της Ρωσίας με τους Οθωμανούς θα πρέπει να αποτέλεσε ένα δυσάρεστο σοκ για τους Έλληνες που προσέβλεπαν στους Ρώσους για την απελευθέρωσή τους. Αλλά η σύμπραξη αυτή ιστορικά είναι πολύ λογική. Μπροστά στον κίνδυνο της ναπολεόντειας στρατιάς όλες οι συντηρητικές μοναρχίες συνασπίστηκαν ξεχνώντας τις έχθρες τους. Ο κίνδυνος ήταν πολύ μεγάλος για να ενδιαφερθεί η Ρωσία για τα συμφέροντα των υπόδουλων Ελλήνων.
Μετά την ήττα του Ναπολέοντα ο καγκελάριος Μέττερνιχ της Αυστοουγγαρίας και ο τσάρος Αλέξανδρος Α’ της Ρωσίας πρωτοστατούν στην ίδρυση της Ιερής Συμμαχίας που είχε στόχο την κατάπνιξη κάθε επαναστατικού κινήματος. Παρόλα αυτά οι Έλληνες εξακολουθoύσαν να έχουν στενές σχέσεις με την Ρωσία και την ρωσική αυλή. Η Φιλική Εταιρεία άφηνε πάντοτε να εννοηθεί ότι πίσω της κρυβόταν μια μεγάλη δύναμη η οποία δεν ήταν άλλη από την τσαρική Ρωσία.  Εξάλλου το σχέδιο της επανάστασης στη Μολδοβλαχία προέβλεπε ότι οι ρωσικές δυνάμεις θα εισέβαλαν στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες και θα επικρατούσε γενικευμένη σύρραξη με τους Τούρκους. Όταν όμως ο τσάρος Αλέξανδρος ενημερώθηκε για την εξέγερση έδωσε διαταγή στις ρωσικές δυνάμεις που βρισκόταν στα σύνορα να τηρήσουν ουδετερότητα και ανακοίνωσε στην Πύλη ότι δεν είχε καμία ανάμειξη με την υποκίνηση της εξέγερσης. Τέλος, έκανε δεκτό το αίτημα της Πύλης για είσοδο των τουρκικών στρατευμάτων στις ηγεμονίες. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό, η εξέγερση πνίγηκε στο αίμα. Ήταν λοιπόν προφανές ότι ο τσάρος δεν ήταν διατεθειμένος σε καμία περίπτωση να έρθει σε ρήξη με τις δεσμεύσεις του απέναντι στους άλλους συντηρητικούς μονάρχες για την απελευθέρωση της Ελλάδας.
Η κατάσταση άρχισε πάλι να αλλάζει όταν η Αγγλία έδειξε ενδιαφέρον για την ενίσχυση των Ελλήνων επαναστατών με τα δάνεια του Κάνινγκ τη διετία 1824-1825. Ίσως έπαιξε ρόλο και ο θάνατος του Αλέξανδρου Α’ και η διαδοχή του από τον Νικόλαο Α’. Σε γενικές γραμμές η εξήγηση της αλλαγής είναι απλή. Η ελληνική επανάσταση ανακίνησε το Ανατολικό Ζήτημα το οποίο είχε «παγώσει» για λίγο λόγω της Παλινόρθωσης της Ιερής Συμμαχίας. Η Ρωσία βλέποντας το αγγλικό ενδιαφέρον άλλαξε στάση απέναντι στους επαναστάτες. Έτσι το 1826 μεταξύ Ρωσίας και Μεγάλης Βρετανίας υπεγράφη το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης, με το οποίο οι δύο δυνάμεις αποφάσισαν την ανάληψη διαμεσολάβησης στον πόλεμο μεταξύ Οθωμανικής αυτοκρατορίας και επαναστατημένων Ελλήνων. Σκοπός της μεσολάβησης ήταν η δημιουργία Ελληνικού κράτους. Η συνθήκη προέβλεπε ότι οι δύο χώρες μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν στρατό για να αναγκάσουν τις δύο πλευρές σε διαπραγματεύσεις. Τον επόμενο χρόνο υπεγράφη η Συνθήκη του Λονδίνου στην οποία συμμετείχε και η Γαλλία, για να μην χάσει κι εκείνη το μερίδιο επιρροής της στα Βαλκάνια. Οι τρεις δυνάμεις ως γνωστόν κατατρόπωσαν τον οθωμανικό-αιγυπτιακό στόλο στην ναυμαχία του Ναβαρίνο, η οποία οδήγησε και στην δημιουργία του ελληνικού κράτους. Ακολούθησε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1828-1829 και η εκ νέου ήττα του σουλτάνου που τον αναγκάστηκε πλέον να αποδεχθεί οριστικά την ανεξαρτησία της Ελλάδας.
Η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας θα αλλάξει ξανά και αυτή τη φορά θα έλεγα αμετάκλητα μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856). Το 1853 μια διένεξη μεταξύ Γάλλων καθολικών μοναχών και Ρώσων ορθοδόξων για το δικαίωμα κατοχής των Αγίων Τόπων, ουσιαστικά μια διαμάχη για το ποιος θα παρέμβει στα εσωτερικά της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετατράπηκε σε γενικευμένη σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανών. Οι Γάλλοι και οι Άγγλοι έσπευσαν να συνδράμουν τους δεύτερους φοβούμενοι την πλήρη κατάρρευση της αυτοκρατορίας και την ολοκληρωτική κυριαρχία της Ρωσίας στην ανατολική Μεσόγειο. Αποτέλεσμα ήταν η ήττα της Ρωσίας. Οφείλω να αναφέρω ότι οι Έλληνες είδαν και σε αυτό τον πόλεμο άλλη μια ευκαιρία για την απελευθέρωση αλύτρωτων εδαφών. Οι «φίλοι μας» όμως οι Ευρωπαίοι δεν άφησαν τέτοια περιθώρια. Με ναυτικές μοίρες απέκλεισαν το λιμάνι του Πειραιά, ώστε ο ελληνικός στόλος να μην τρέξει προς υποστήριξη της Ρωσίας. Το σημαντικό είναι ότι με την ήττα της η Ρωσία αναγκάστηκε να παραιτηθεί από το ρόλο της ως «προστάτιδας» των χριστιανών υπηκόων του σουλτάνου. Πρακτικά αυτό σήμαινε ότι οι Οθωμανοί είχαν απαλλαγεί από τον διαρκή παρεμβατισμό της Ρωσίας στα εσωτερικά τους. Για τους Έλληνες όμως σήμαινε ότι πλέον δεν θα μπορούσαν να προσβλέπουν στο «ξανθό» γένος για τις αλυτρωτικές διεκδικήσεις τους.
Ωστόσο, οι Ρώσοι δεν το έβαλαν κάτω, μπορεί να μην μπορούσαν πλέον να  διεκδικούν το ρόλο του  προστάτη όλων των χριστιανών υπηκόων, μπορούσαν όμως να είναι προστάτες όλων των Σλάβων υπηκόων.  Έτσι, η Ρωσία υιοθέτησε το δόγμα του Πανσλαβισμού. Θα έλεγε λοιπόν κανείς ότι η εξωτερική πολιτική Ελλάδας και Ρωσίας μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο πήραν οριστικά ξεχωριστούς δρόμους. Αυτό αποδεικνύεται και μέσα από την εσωτερική πολιτική της Ελλάδας, η οποία φαίνεται από το β΄ μισό του 19ου αιώνα να προσδένεται στο άρμα της αποικιοκράτορος Βρετανίας τόσο με τον Τρικούπη, όσο και με τον Βενιζέλο αργότερα.
Η νέα στάση της Ρωσίας έγινε καταφανής με τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878 και την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Με τη συνθήκη αυτή οι Ρώσοι δημιούργησαν την Μεγάλη Βουλγαρία που περιελάμβανε την περιοχή από τον Δούναβη μέχρι το Αιγαίο και από τη Μαύρη θάλασσα μέχρι τον Δρίνο ποταμό. Με αυτό τον τρόπο η Ρωσία πετύχαινε να εξασφαλίσει έξοδο στο Αιγαίο και αποκτούσε τεράστια επιρροή στη βαλκανική χερσόνησο και το πάνω χέρι στο Ανατολικό ζήτημα. Για την Ελλάδα η συνθήκη αυτή ήταν σαφώς ανθελληνική, καθώς καταδίκαζε αθρόους ελληνικούς πληθυσμούς σε εκβουλγαρισμό.
Οι υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις όπως ήταν λογικό θορυβήθηκαν και πολύ σύντομα έσπευσαν να αναιρέσουν τη συνθήκη. Έτσι τρεις μήνες μετά, με πρωτοβουλία του καγκελάριου της Γερμανίας Βίσμαρκ συγκλήθηκε το συνέδριο του Βερολίνου. Σε αυτό η Ηγεμονία της Βουλγαρίας τριχοτομήθηκε. Ένα μέρος αναγνωρίστηκε ως αυτόνομο βουλγαρικό κράτος, το άλλο αποτέλεσε την αυτόνομη Ανατολική Ρωμυλία και το τρίτο που περιελάμβανε την περιοχή της Μακεδονίας απεδόθη πίσω στους Οθωμανούς. Με αυτό τον τρόπο το μεγάλο ρωσόφιλο βουλγαρικό κράτος είχε συρρικνωθεί.




Για να μην αδικήσω όμως την ρωσική πολιτική, είναι πρέπον να αναφερθώ και στην αρνητική στάση της Ελλάδας κατά της Ρωσίας, γι’ αυτό θα κάνω μία μνεία στην άσκοπη εκστρατεία της Κριμαίας. Το 1919 ενώ ο εμφύλιος που προκάλεσε η ρωσική επανάσταση βρισκόταν σε εξέλιξη, με πρωτοβουλία του Γάλλου πρωθυπουργού Κλεμανσό αποφασίστηκε η αποστολή ενός εκστρατευτικού σώματος στην Κριμαία για να ενισχύσει την εκεί αντικομουνιστική δράση. Ο Κλεμανσό υποσχόμενος διπλωματική βοήθεια στη χώρα μας στα ζητήματα της Μικράς Ασίας και της Θράκης, ζήτησε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο να στείλει η Ελλάδα ένα σώμα στρατού στην εκστρατεία αυτή. Ο Βενιζέλος δυστυχώς δέχτηκε προθύμως. Η όλη επιχείρηση ήταν δαπανηρή, πρόχειρη, ανοργάνωτη κι έληξε με παταγώδη αποτυχία. Οι συνέπειες όμως της παραπάνω συμμετοχής του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος υπήρξαν ολέθριες για τον ελληνισμό της Κριμαίας. Δύο μόλις μήνες αργότερα οι Μπολσεβίκοι, ως αντίποινα, εξαπέλυσαν διωγμούς και δολοφονίες των Ελλήνων της περιοχής, ενώ ένα τεράστιο κύμα προσφύγων άρχισε να φθάνει στην Ελλάδα.
Τα αντίποινα των μπολσεβίκων δεν σταμάτησαν μόνο εκεί. Είναι γνωστά τα γεγονότα που ακλούθησαν στην Ελλάδα με την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, την επιστροφή του βασιλιά από τους αντιβενιζελικούς και τη συνέχιση του πολέμου στη Μικρά Ασία που οδήγησε στην καταστροφή. Αυτό που δεν είναι τόσο γνωστό είναι ότι τον Απρίλιο του 1921 ο Λένιν με τον Κεμάλ σύναψαν σύμφωνο Αδελφοσύνης στη Μόσχα και λίγο αργότερα στο Καρς. Αποτέλεσμα των συνθηκών αυτών ήταν η παροχή προς τους Τούρκους τεράστιων χρηματικών ποσών, καθώς επίσης όπλων και πυρομαχικών για τη διεξαγωγή του πολέμου εναντίον της Ελλάδας. Για άλλη μια φορά η Ρωσία υποδέδηξε ανθελληνική στάση, συμμαχώντας με την Τουρκία.
Ούτε η στάση του Στάλιν απέναντι στους Έλληνες κυρίως Πόντιους της Σοβιετικής Ένωσης ήταν θετική. Την περίοδο του σταλινισμού χιλιάδες Έλληνες φυλακίστηκαν, εκτοπίστηκαν στα βάθη της Ασίας ή εκτελέστηκαν για ασήμαντες αφορμές. Βέβαια γενικότερα αυτά ήταν λίγο βούτυρο στο ψωμί του «πατερούλη». Ας πάμε και στο ζήτημα του εμφύλιου και τη στάση του Στάλιν σε αυτόν. Τα πράγματα είναι άπλα καθώς όλη η υπόθεση είχε καθοριστεί στη Διάσκεψη της Γιάλτας, όταν ο Στάλιν με τον Τσώρτσιλ μοίρασαν τις σφαίρες επιρροής τους. Ο Στάλιν πήρε την πλειοψηφία της επιρροής στην Ουγγαρία, Ρουμανία και Βουλγαρία και ο Τσώρτσιλ στην Ελλάδα που ήταν παραδοσιακός του σύμμαχος. Ο Στάλιν μάλιστα διαβεβαίωσε τον Τσώρτσιλ ότι δεν σκοπεύει να παρέμβει στα της Ελλάδας και ότι έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στην βρετανική πολιτική.
Κάτι τέτοιο είναι πολύ λογικό. Ο Στάλιν θα έπρεπε να είναι ανόητος ώστε να διακινδυνέψει όλα τα άλλα κεκτημένα του για να βοηθήσει τους Έλληνες κομμουνιστές κατά τον εμφύλιο. Επομένως, δεν είναι τυχαίο ότι ο Ζαχαριάδης γύρισε στην Ελλάδα από το Νταχάου με αγγλικό πολεμικό αεροπλάνο της RAF. Οι Εγγλέζοι πίστευαν ότι ο φουλ σταλινικός Ζαχαριάδης θα μπορούσε να περάσει τις απόψεις του Στάλιν που τους ευνοούσαν και τουλάχιστον αρχικά δεν έπεσαν έξω[2]. Μετά όμως την έναρξη του δεύτερου αντάρτικου που προκάλεσε η λευκή τρομοκρατία της Δεξιάς, ο Ζαχαριάδης διέδιδε το μέγα ψέμα ότι έχει εξασφαλίσει την υποστήριξη του Στάλιν και σύντομα θα καταφθάσει ρωσική βοήθεια.
Στην πραγματικότητα ο Στάλιν ποτέ δεν υποσχέθηκε την υποστήριξή του, δεν δήλωσε όμως και ρητά ότι δεν έχει καμία πρόθεση να βοηθήσει τους Έλληνες αντάρτες, διότι η έκρυθμη κατάσταση στην Ελλάδα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του. Με τον κομμουνιστικό κίνδυνο της Ελλάδας, την οποία ο Τσώρτσιλ και μετέπειτα οι Αμερικάνοι δεν είχαν καμία διάθεση να χάσουν ο Στάλιν γνώριζε ότι δεν θα έχανε κάποιο από τα υπόλοιπα κεκτημένα του. Το ίδιο ενδεχομένως ίσχυσε ακόμα και μετά τη λήξη του εμφυλίου. Για τον Στάλιν ήταν όφελος, να υπάρχει στην κυβέρνηση της Αθήνας ο φόβος του κομουνιστικού κινδύνου για να πιέζει τους Αμερικανούς μ’ αυτόν τον μπαμπούλα. Συνεπώς, το όπλο παρά πόδα του Ζαχαριάδη, το οποίο επέτεινε τις διώξεις, τις φυλακίσεις και την εξορία των κομμουνιστών, μάλλον δεν ήταν τυχαίο[3].
Νομίζω ότι όλα όσα ανέφερα αρκούν για να εξαχθούν συμπεράσματα. Δεν υπάρχουν αιώνιες προφητείες, ούτε αιώνιες φιλίες και έχθρες μεταξύ χωρών, υπάρχουν μόνο γεωπολιτικά και στρατηγικά συμφέροντα τα οποία υπαγορεύουν την εκάστοτε πολιτική τους. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τις ελληνορωσικές σχέσεις. Προφανώς, δεν τα γράφω αυτά για να δείξω ότι η Ρωσία είναι κακή και καλά έχει κάνει η Ελλάδα και ανήκει στη Δύση. Αν εξέταζα τις σχέσεις της Ελλάδας με τους Ευρωπαίους και τους Αμερικάνους θα έβγαζα τα ίδια ακριβώς συμπεράσματα. Ο λόγος κυρίως που τα γράφω είναι ότι εν έτη 2018 εξακολουθούν να εμφανίζονται στην τηλεόραση κάτι Βελόπουλοι και Λιακόπουλοι που το παίζουν φωστήρες, ψαγμένοι, πατριώτες και να επιμένουν ότι ο Πούτιν θα ‘ναι ο σωτήρας της Ελλάδας και ο καιρός γαρ εγγύς για να πάρουμε πίσω την Κωνσταντινούπολη κι άλλα τέτοια φαιδρά. Αυτό όμως που έχει πιο πολύ πλάκα με αυτούς τους δεξιούς, φιλορώσους πατριώτες είναι ότι η πάλαι ποτέ μεγάλη εχθρός, το άντρο του κομμουνισμού, τώρα που δεν έχει καμιά σχέση με το «κομμουνιστικό» της παρελθόν μπορεί να προβάλει ως φίλη και προστάτιδα. Φαίνεται ότι ο κάθε άλλο από φιλελεύθερος και δημοκράτης Πούτιν έχει όλα τα φόντα για τον ηγέτη των ονείρων τους και είναι ο «εκλεκτός» που θα μας δώσει πίσω την Κωνσταντινούπολη. Ακόμη όμως κι αν η πολιτική του Ερντογάν έφτανε σε τέτοιο σημείο ακρότητας και επικινδυνότητας που Αμερικάνοι, Ευρωπαίοι και Ρώσοι συναποφάσιζαν τη συρρίκνωση της Τουρκίας, κανένας νομίζω δεν θα χάριζε την Κωνσταντινούπολη στην Ελλαδίτσα, όσες προφητείες και αν έχει πει ο Παΐσιος!





[1] Τι πρέπει να κάμωσιν οι Γραικοί εις τας παρούσας περιστάσεις; Διάλογος δύο Γραικών κατοίκων της Βενετίας, όταν ήκουσαν τας λαμπράς νίκας του Αυτοκράτορος Ναπολέοντος. Εις την Βενετίαν, 1805, σ.  35.
[2] Βλ. και Β. Ραφαηλίδης, Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους 1830-1974, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2010, σ. 213.
[3] Βλ. στο ίδιο, σ. 278.


Σχόλια