Αναγνώσεις Φιλοσοφίας-Theodor Adorno: "Αισθητική Θεωρία"





Το αισθητικό και το κοινωνικό στη σκέψη του T. W. Adorno
(του Γιάννη Περπερίδη)


Ο    τίτλος της εισήγησής μου μπορεί να είναι κάπως παραπλανητικός. Θα μπορούσε να οδηγήσει κάποιον στην ιδέα, πως θα αναφερθώ σε δύο διαφορετικές μεταξύ τους σφαίρες της σκέψης ενός στοχαστή, αυτήν της αισθητικής και αυτήν της κοινωνικής. Ωστόσο, για τους διανοητές της Σχολής της Φραγκφούρτης δεν μπορεί να ισχύσει μία τέτοιου είδους θεώρηση, διότι οι ίδιοι αναζητούσαν πάντοτε την εσωτερική σχέση ανάμεσα σε σφαίρες όπως οι προαναφερθείσες, δεν «φετιχοποιούσαν» ποτέ μία αγνοώντας τις υπόλοιπες. Οι ρίζες αυτής της θεώρησής τους των σφαιρών ανάγονται στον Hegel ο οποίος θεωρούσε πως «το όλον είναι το αληθές» και όχι ένα ή δύο στοιχεία μεμονωμένα που παρουσιάζουν αποκομμένες και πολλές φορές διαφορετικές αλήθειες. Όταν αναφέρεται κανείς, λοιπόν, στη Σχολή της Φραγκφούρτης, είναι απαραίτητο να μην στοχεύσει σε μία μόνο σφαίρα του επιστητού, π.χ στην οικονομία και να την πραγματευθεί αδιαφορώντας για τις υπόλοιπες. Αυτό θα προσπαθήσω να ακολουθήσω κι εγώ στην παρούσα εισήγηση. Γι’ αυτόν τον λόγο, προτού αναφερθώ στη διαπλοκή της αισθητικής και της κοινωνίας στη σκέψη του Adorno, θα παρουσιάσω σύντομα ένα μέρος της γνωσιοθεωρίας του, αυτό της αρνητικής διαλεκτικής του, και στη συνέχεια θα καταστήσω σαφή την αναλογία μεταξύ αυτής και της αισθητικής του, σε άμεση πάντοτε συνάφεια με την κοινωνική κριτική.

Δεν θα μπορούσαμε να διασαφηνίσουμε την αρνητική διαλεκτική του Adorno αν πρώτα δεν αναφερόμαστε στη θεωρησιακή διαλεκτική του Hegel η οποία αποτελεί την άμεση πηγή της πρώτης. Η διαλεκτική του Hegel τίθεται σε λειτουργία μέσα από τριαδικά σχήματα θέσης-άρνησης και άρνησης της άρνησης τα οποία κάθε φορά αναιρούν την προηγούμενή τους στιγμή, την υπερβαίνουν και οδηγούν το σύστημα από το πιο αφηρημένο στοιχείο, σε ολοένα και πιο συγκεκριμένα στοιχεία, καταλήγοντας στην Απόλυτη ιδέα όπου και ολοκληρώνεται. Η διαλεκτική αποτελεί κίνηση και αντιτάσσεται στη σταθερότητα και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η προσκόλληση και η ανάλυση ενός μόνο στοιχείου αυτού του όλου αποτελεί σφάλμα.

Ο   Adorno ενώ παραλαμβάνει από τον Hegel τη διαλεκτική, διαφωνεί μαζί του ως προς την ολοκλήρωση του συστήματος, καθώς παρ’ όλη τη διαδικασία που έχει λάβει χώρα, η στιγμή της ολοκλήρωσης αποτελεί μία θετικότητα, ένα κλείσιμο του συστήματος, άρα και την εξαφάνιση της αρνητικότητας και της δυνατότητας περαιτέρω ανάπτυξης. Η αρνητική διαλεκτική, αντιθέτως, δεν ολοκληρώνεται ποτέ.


Αναζητεί συνεχώς το αρνητικό που ενυπάρχει σε κάθε κατάσταση και παρουσιάζει τις δυνατότητες υπέρβασής της μέσω αυτού. Γι’ αυτόν τον λόγο ο κύριος αντίπαλος της Κριτικής Θεωρίας η οποία παρουσιάζει τα κοινωνικά φαινόμενα με τον παραπάνω τρόπο προσπαθώντας να άρει την κοινωνική αδικία μέσω του αρνητικού που υπάρχει ήδη στο εσωτερικό της, είναι ο θετικισμός. Διότι ο τελευταίος, θεωρεί ως πραγματικότητα τα εμπειρικά δεδομένα που λαμβάνει σε μία συγκεκριμένη στιγμή παραβλέποντας το τι θα μπορούσε να υπάρξει στη θέση της. Με αυτόν τον τρόπο διαιωνίζει το «τώρα» σε βάρος εκείνου το οποίο θα μπορούσε να μας οδηγήσει σε ένα διαφορετικό «τώρα». Για την Κριτική Θεωρία, όμως, όπως ακριβώς και για τον Hegel, η όχι ακόμη πραγματοποιημένη δυνατότητα είναι που μπορεί να υπερβεί την ανελεύθερη, άδικη πραγματικότητα.

Αυτό είναι το στοιχείο που ο Adorno προσπαθεί να μεταφέρει στη σφαίρα της αισθητικής. Παρά τον γενικευμένο πεσιμισμό με τον οποίο θεωρούσαν τα μέλη της Σχολής τον κόσμο, η αισθητική ήταν ένα στοιχείο που τους παρείχε ελπίδα. Γι’ αυτόν τον λόγο χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά την έκφραση του Stendhal περί «υπόσχεσης ευτυχίας» στην τέχνη. Όμως η υπόσχεση αυτή ήταν συνυφασμένη με την θεωρία τους. Για τον Adorno αυτή η υπόσχεση ήταν η συνεχής άρνηση που παρείχε το έργο τέχνης στην κοινωνία. Εκείνο λοιπόν που στη σφαίρα της γνωσιοθεωρίας ονομαζόταν αρνητική διαλεκτική, στην αισθητική ονομάζεται αυτοαναιρούμενη αυτονομία του έργου τέχνης. Η μεταφορά της αρνητικής διαλεκτικής στην αισθητική λαμβάνει χώρα σε δύο επίπεδα, ένα μάλλον θεωρητικό και ένα πιο πρακτικό. Στο σημείο αυτό της παρουσίασης θα αναφερθώ στο θεωρητικό μέρος. Μέσω της αυτοαναιρούμενης αυτονομίας του έργου τέχνης ο Adorno προσπαθεί να διαφοροποιηθεί από δύο τάσεις της αισθητικής της περιόδου που έζησε. Από τη μία την ολοκληρωτική αυτονομία της τέχνης, που εκφραζόταν μέσω κινημάτων όπως το κίνημα «της τέχνης για την τέχνη» και παρουσίαζε την τέχνη σε πλήρη διάσταση προς την κοινωνία. Και από την άλλη τη στρατευμένη τέχνη, μία τέχνη που είχε απολέσει πλήρως τις αισθητικές αξιώσεις της και μπορούσε να αναλυθεί σαν κοινωνικό φαινόμενο καταδικασμένο να ακολουθεί την πορεία της κοινωνίας αγωνιώντας πάντοτε να εναντιωθεί σε αυτήν.

Ο  τρόπος με τον οποίο ο Adorno θεωρεί το έργο τέχνης είναι διαφορετικός. Η κοινωνικότητα του έργου τέχνης δεν πηγάζει ούτε από την εξάρτησή του από την κοινωνική δομή (είτε την ακολουθεί είτε εναντιώνεται σε αυτήν) ούτε από την παραγωγή του μέσω κοινωνικών υλικών ή διαδικασιών. Αντιθέτως, η κοινωνικότητα


του έργου τέχνης έχει τις ρίζες της στο γεγονός ότι το έργο τέχνης φέρει μέσα του στοιχεία του αστερισμού στον οποίο αυτό δημιουργήθηκε. Αστερισμός (Konstellation) είναι το σύνολο των χαρακτηριστικών μίας συγκεκριμένης κοινωνικής στιγμής, η σχέση των οποίων μεταξύ τους αποτελεί την πραγματικότητα της στιγμής αυτής. Στον κάθε αστερισμό, όμως, ενυπάρχουν και οι δυνατότητες που μπορούν να πραγματοποιηθούν, οι οποίες είναι εξίσου πραγματικές με τα ήδη φωτεινά άστρα του αστερισμού. Για τον Adorno, στο έργο τέχνης εμφανίζεται ο αστερισμός στο σύνολό του. Από τη μία τα ήδη ενυπάρχοντα χαρακτηριστικά της κοινωνικής στιγμής, αλλά από την άλλη οι δυνατότητες υπέρβασης και ανάπτυξης. Αυτό το χαρακτηριστικό του έργου τέχνης αποτελεί τον ουτοπικό χαρακτήρα της τέχνης, δηλαδή την «υπόσχεση ευτυχίας» της. Έτσι, λοιπόν, το έργο τέχνης καθίσταται αυτόνομο μιας και μπορεί να παρουσιάζει χαρακτηριστικά μίας κοινωνίας

η   οποία δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμη, όμως είναι το ίδιο πραγματική με την ήδη υπάρχουσα. Επιπλέον, είναι αναιρούμενο καθώς κάθε φορά ενυπάρχουν στο εσωτερικό του στοιχεία του εκάστοτε αστερισμού ο οποίος μπορεί να μεταβάλλεται συνεχώς. Όμως το γεγονός πως το ίδιο το έργο τέχνης παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά που αποτελούν την άρνηση της κάθε τάξης πραγμάτων, δηλαδή του κάθε αστερισμού και οδηγούν στην υπέρβασή του μέσω της πραγματοποίησης των δυνατοτήτων, το καθιστά αυτοαναιρούμενο. Το έργο τέχνης, λοιπόν, καθίσταται λειτουργικό μέσα στη μη λειτουργικότητά του. Είναι μη λειτουργικό για την εκάστοτε κοινωνική στιγμή, μιας και οδηγεί στην υπέρβασή της και στην έλευση μίας νέας, αλλά είναι λειτουργικό για τον σκοπό της ίδιας της τέχνης, δηλαδή για τον ουτοπικό της χαρακτήρα και την υπόσχεση ευτυχίας της. (Θα ήθελα στο σημείο αυτό να υπογραμμίσω, πως αυτή η αυτοαναίρεση είναι άμεσα συνδεδεμένη με τους δύο στοχαστές που άσκησαν την περισσότερη επιρροή στο έργο του Adorno και της Σχολής της Φρανκφούρτης εν γένει. Αφενός τον Hegel του οποίου το σύστημα δεν χρειαζόταν τίποτε έξω από τον εαυτό του προκειμένου να αναπτυχθεί αλλά αποτελούσε την αυτοκίνηση της ιδέας. Αφετέρου τον Freud ο οποίος θεωρούσε πως μόνο το αυτόνομο Εγώ είναι σε θέση να ασκήσει κριτική στον ίδιο του τον εαυτό. Μία φράση η οποία συμπεριλαμβάνεται αυτούσια στην αισθητική θεωρία του Adorno.)

Ενώ το θεωρητικό επίπεδο της ανάλυσης του Adorno στόχευε στη μεταφορά της αρνητικής διαλεκτικής στο επίπεδο της αισθητικής και στην ανάδειξη του έργου τέχνης ως το μέσο για διαρκή άρνηση και υπέρβαση της εκάστοτε παραδεδομένης τάξης πραγμάτων, το πρακτικό επίπεδο στόχευε στην κατάδειξη του αντιπάλου της


ιδιόμορφης αυτής αισθητικής. Σε αυτό τον βοήθησε η ανάλυση της τζαζ την οποία θεωρούσε ως θετικισμό, ή αλλιώς, παραθέτοντας μία φράση που συχνά χρησιμοποιούσαν τα μέλη της Σχολής, ως «μυθική επανάληψη». Αυτή την επανάληψη προσπαθεί να την καταστήσει σαφή σε δύο επίπεδα ανάλυσης: ένα τεχνικό, στο οποίο αναφέρεται στον τρόπο εκφοράς της τζαζ, δηλαδή στις νότες ή στον τρόπο παιξίματος των μουσικών οργάνων, και ένα κοινωνικοψυχολογικό, δηλαδή τις συνέπειες που έχει αυτό το είδος μουσικής στους ακροατές.

Θα ξεκινήσω αναφερόμενος στο τεχνικό επίπεδο. Ο Adorno εστίασε την κριτική του σε δύο πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά της τζαζ τα οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, αποτελούσαν την πηγή της επανάληψης. Από τη μία ήταν οι πολύ έντονες και επαναλαμβανόμενες «συγκοπές» οι οποίες κατέκλυζαν το κάθε μουσικό κομμάτι. Εν ολίγοις, η συγκοπή χρησιμεύει ώστε να καλύπτει την ατονικότητα ανάμεσα σε δύο νότες και να τις ενώνει μέσω ενός άλλου ήχου. Μπορούμε να κατανοήσουμε την κριτική του Adorno μόνο αν ανατρέξουμε στο έργο του σχετικά με τη μουσική. Σε άλλα άρθρα του εκθείαζε την μουσική του Schönberg υπογραμμίζοντας πως η χρήση της ατονικότητας που δεσπόζει στα έργα του αποτελεί το αρνητικό στοιχείο που τα ωθεί σε διαρκή ανάπτυξη. Έχοντας αυτό κατά νου, είναι εύκολο να καταλάβουμε τον λόγο για τον οποίο ο Adorno θεμελίωσε την άποψη περί θετικισμού της τζαζ στην αρχή της συγκοπής.

Το δεύτερο τεχνικό χαρακτηριστικό στο οποίο ασκεί κριτική είναι η έλλειψη αυτοσχεδιασμού. Για τον φιλόσοφο της Σχολής της Φραγκφούρτης η τζαζ παρείχε απλώς φορμαλιστικά πλαίσια μέσα στα οποία θα έπρεπε να κινείται το κάθε μουσικό όργανο περιορίζοντας, με αυτόν τον τρόπο, την ελευθερία του. Ακόμη και σε σημεία που φαινόταν πως ο μουσικός αυτοσχεδίαζε, στην πραγματικότητα ακολουθούσε τους ίδιους κανόνες όπως πάντα, επαναλαμβάνοντας τα ίδια μοτίβα. Όπως αναφέρει και ο ίδιος στο άρθρο του «Οι θαυμαστές της τζαζ […] προτιμούν να υπογραμμίζουν τα αυτοσχεδιαστικά χαρακτηριστικά της μουσικής αυτής. Αλλά αυτά είναι περιττά ξόμπλια». Έτσι η τζαζ, έχοντας αποβάλλει το αρνητικό στοιχείο που για τον Adorno ήταν η ατονικότητα και έχοντας περιορίσει τον αυτοσχεδιασμό σε απλή επανάληψη του ίδιου με κάποιες μικρές διαφορές, έχει καταστήσει τον εαυτό της δέσμιο του «τώρα». Μέσα από την τεχνική της διαιωνίζει την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων. Όμως,

η   ανάλυση δεν περιορίζεται στο τεχνικό μέρος. Ο Adorno συνεχίζει την προσπάθειά του να αποδείξει πως η τζαζ αποτελεί τον θετικισμό στην αισθητική, στρέφοντας το


βλέμμα του στις κοινωνικές της συνέπειες. Αφενός αυτό το είδος της μουσικής ήταν πλήρως εξαρτημένο από την κοινωνία, την οικονομία και την πολιτική, καθώς η βασικότερη προϋπόθεση για την επιτυχία ενός κομματιού ήταν η επαναλαμβανόμενη αναπαραγωγή του στο ραδιόφωνο. Τα έργα αυτά είχαν πλέον μεταβεί στη δικαιοδοσία της καθαρής ανταλλακτικής αξίας, αποτελούσαν πλέον καθαρό εμπόρευμα. Το ραδιόφωνο επέλεγε τα κομμάτια που θα επέφεραν περισσότερα κέρδη και αναδείκνυε μονάχα εκείνα. Επιπλέον, ως προς τις ψυχολογικές συνέπειες, ο Adorno χρησιμοποιούσε έναν όρο της ψυχανάλυσης που υποδηλώνει την επανάληψη στο ίδιο. Μέσω της διαρκούς αναπαραγωγής των ίδιων έργων από το ραδιόφωνο, ο ακροατής παλινδρομούσε και ζητούσε συνεχώς το ίδιο, αδιαφορώντας για οτιδήποτε καινοτόμο και συχνά εναντιωνόταν σε κάθε τι καινούργιο. Μέσα σε αυτό το σύστημα, που όχι μόνο προσέφερε διαρκώς το ίδιο, αλλά έκανε τους ανθρώπους να το επιθυμούν από μόνοι τους, κάθε τι διαφορετικό, κάθε αρνητικότητα απωθείτο. Σε τέτοιες καταστάσεις, η δημιουργία αυτού του αρνητικού αποτελεί τρέλα, και ο όρος αυτός δεν είναι τυχαίος. Ο ίδιος ο Adorno αποκαλούσε την διαλεκτική του ως το τρελό στοιχείο που ενυπάρχει στην κοινωνία. Όπως πολύ χαρακτηριστικά τονίζει στον αφορισμό σαράντα πέντε των minima moralia ««ο διαλεκτικός Λόγος είναι παράλογος έναντι του κυρίαρχου λόγου […] Είναι αυτό που σύμφωνα με τα μέτρα της [κυρίαρχης] τάξης πραγμάτων παρουσιάζεται το ίδιο ακόμη και σαν τρελό».

Εν κατακλείδι θα ήθελα να επαναφέρω τη συζήτηση στο σήμερα, στον δικό μας αστερισμό, μιας και εκείνο που προσπαθούσαν πάντοτε να κάνουν οι στοχαστές της Σχολής της Φραγκφούρτης ήταν να αναζητούν στοιχεία των θεωριών των παλαιοτέρων που να μπορούσαν να δώσουν κάποια ερμηνεία στο «τώρα» τους. Μπορούμε να θεωρήσουμε πως η σκέψη του Adorno, αυτή η ιδιόμορφη αυτονομία που προσδίδει στο έργο τέχνης, μπορεί να μας φανεί χρήσιμη σήμερα; Μπορούν να βρεθούν μέσω της τέχνης εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τις δυνατότητες της σημερινής μας κατάστασης; Στην ιστορική στιγμή που η τεχνική άρχει της τέχνης και που όλοι οι τομείς της τελευταίας, είτε η λογοτεχνία είτε η μουσική είτε η ζωγραφική, φέρουν τα χαρακτηριστικά που ο Adorno αποδίδει στην τζαζ, δύναται να λάβει χώρα εκείνο το τρελό στοιχείο που κρατώντας κριτική στάση απέναντι σε όλα, θα βοηθήσει να αναδυθούν τα χαρακτηριστικά του καινούργιου; Και τέλος, είναι η τέχνη σήμερα κάτι μέσω του οποίου περνάμε απλώς τον χρόνο μας; Δηλαδή κάτι για να συζητούμε περί λογοτεχνικών βιβλίων που διαβάσαμε και γκαλερί που επισκεφτήκαμε; Ή μήπως


μπορεί ακόμη να παρέχει την υπόσχεση ευτυχίας; Ή μήπως, έχουμε χάσει ακόμη και αυτή την τελευταία μας ελπίδα; Ερωτήματα που παραμένουν ανοιχτά και αναμένουν την απάντησή τους σε χρόνο μελλοντικό.

Ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.

Σχόλια