Ας μιλήσουμε για Μετουσίωση


Ας μιλήσουμε για Μετουσίωση[1]
Από Γιάννη Περπερίδη

            Προτού αποθαρρυνθούν και οι λιγοστοί αναγνώστες που θα αποφασίσουν να «ανοίξουν» ένα link που παραπέμπει σε ένα ακόμη ερασιτεχνικό άρθρο εξήγησης ενός ψυχαναλυτικού όρου, θα ήθελα να σημειωθεί πως δεν πρόκειται για τέτοιου είδους κείμενο. Δεν πρόκειται να εξηγήσω τι είναι η μετουσίωση, ποια είναι η λειτουργία της στις εκάστοτε ψυχαναλυτικές θεωρίες, την ιστορική της εξέλιξη, ή τη δύναμή της στις σημερινές αναλύσεις. Ως προς αυτά τα θέματα υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία άλλωστε. Εκείνο που θα επιχειρήσω στο παρόν κείμενο είναι μια σύζευξη μετουσίωσης και ηθικής. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον κλασσικό ορισμό της μετουσίωσης (έναν ορισμό που δεν μεταβλήθηκε κατά πολύ στις διάφορες διαφορετικές ψυχαναλυτικές σχολές), θα προσπαθήσω να αναδείξω όψεις ζητημάτων που αποτελούν καθημερινά προβλήματα για πολύ κόσμο, παρόλο που τείνουν να αποκρύπτονται λόγω ενός γενικευμένου στη, σύγχρονη εποχή των social media, πνεύματος επίδειξης της φαινομενικής και πολλές φορές απατηλής βιωμένης ευτυχίας της καθημερινότητας. Τα ζητήματα αυτά καθίστανται κυρίαρχα στις ζωές όλων των ανθρώπων και χρειάζεται να αναδειχθούν. Το κείμενο δεν θα αναπτυχθεί χρησιμοποιώντας συγκεκριμένες προσεγγίσεις γνωστών ηθικών θεωριών όπως δεοντοκρατία ή ωφελιμισμό, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν αποσκοπεί στην προσφορά απαντήσεων, αλλά στην ανάδειξη ερωτημάτων. Άλλωστε ποιος, στην καθημερινότητά του, όταν έρχεται αντιμέτωπος με ένα δίλημμα ή μία κατάσταση σκέφτεται την ίδια τη θεωρία του Kant ή του J. S. Mill στην προσπάθειά του να δράσει; Αυτό αποτελεί προνόμιο του θεωρητικού της ηθικής (σε καμία περίπτωση δεν υποτιμώ την εργασία που γίνεται σε αυτούς τους τομείς. Άλλωστε και ο ίδιος προσωπικά θεωρώ την βιοηθική και την προσφορά της στην επιστήμη και στην τεχνολογία [όποτε αυτές επιθυμούν να ρίξουν μια ματιά στις απολήξεις των επιτευγμάτων τους και να μην τρέχουν «σαν τρελές»] ως έναν από τους πιο σημαντικούς κλάδους της φιλοσοφικής σκέψης σήμερα). Η από κοινού αντιμετώπιση της ηθικής και της μετουσίωσης στο παρόν κείμενο θα βοηθήσει στην περιχαράκωση των ορίων των ανωτέρω καθημερινών ζητημάτων στο σήμερα, δηλαδή σε κοινωνικό-ιστορικό χρόνο. Ακολουθώντας αυτόν τον τρόπο μπορεί κανείς να γλιτώσει από τα δύο απόλυτα άκρα, αφενός την προσέγγιση της ζωής μέσα από ηθικές θεωρίες που παρέχουν κανονιστικότητες και τρόπους του πράττειν εν γένει, μη δίνοντας σημασία στο ποιός, πού, πότε. Αφετέρου την καθαρά ψυχαναλυτική προσέγγιση όπου περιγράφεται ο ψυχικός μηχανισμός, οι αιτίες και οι συνέπειές του και μόλις πάει να εφαρμοστεί κάτι σε εξατομικευμένες περιπτώσεις, καταλαβαίνουμε ότι, τελικά, «έπαιζαν» και άλλα από πίσω. Έτσι το «πρέπει» ή «δεν πρέπει», οι ηθικές αξιώσεις δηλαδή, δεν θα παραχθούν από τις αρχές κάποιας ηθικής θεωρίας, αλλά θα διασταυρωθούν από τα «θέλω» και «δεν θέλω» ή τα «μπορώ» και «δεν μπορώ» του ανθρώπου που βιώνει την καθημερινότητα όντας μέσα στο παροντικό κοινωνικό φαντασιακό της χώρας μας, με τις φαντασιακές σημασίες που το διέπουν.
            Αφορμή για την ανάπτυξη του παρόντος ζητήματος αποτελούν κάποιες συζητήσεις με μία φίλη μου ενασχολούμενη με την ψυχανάλυση, για τις οποίες υπήρξε η ιδέα να διατηρηθούν σε μορφή κειμένου αλλά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Ως μετουσίωση λοιπόν εννοείται η δημιουργία ανώτερων πολιτισμικά έργων των οποίων την βάση αποτελεί η απώθηση ορμών στο ασυνείδητο. Οι ορμές αυτές απωθούνται όντας μη αποδεκτές από την κοινωνία, εξωτερικεύονται, όμως, προκειμένου να επέλθει ικανοποίηση, σε έργα τα οποία παράγουν τον πολιτισμό και είναι αποδεκτά. Με πιο απλά λόγια, η μετουσίωση λαμβάνει χώρα όταν απαγορεύεται σε κάποιον να πραγματοποιήσει μία πράξη που βγαίνει από μέσα του ως ορμή προς έναν άλλο άνθρωπο και τελικά προσπαθώντας να την διοχετεύσει κάπου καταλήγει να παραγάγει είτε ζωγραφική, είτε ποίηση, είτε κείμενα, είτε μουσική κλπ. Έργα, δηλαδή, που θεωρούνται πολιτισμικά ανώτερα[2]. Με τον τρόπο αυτόν, εκτονώνεται η ορμή και παράγεται και πολιτισμός. Το ζήτημα που θέλω να θίξω σε αυτό το κείμενο, εκείνο που συνεχώς ρωτούσα την ψυχαναλύτρια φίλη μου, είναι το εξής: «Ωραία, η ορμή δεν εκτονώνεται στο αντικείμενο της επιθυμίας μου, διότι δεν μου το επιτρέπει η ηθική ή η κοινωνία ως συμβολική εξουσία είτε ακόμη και ως πραγματική εξουσία. Θέλω να πάω ένα βήμα πέρα από την απλή εκτόνωση σε κάτι “επιτρεπτό”, ώστε να διαρρήξω τα όρια με την ηθική, διότι έως τώρα, εκδηλώνοντας την ορμή μου σε ένα τέτοιου είδους έργο, είμαι και ηθικά και κοινωνικά “σωστός”. Τι γίνεται, όμως, όταν το έργο που παράγω, λόγω του γεγονότος ότι είναι προϊόν απωθημένης ορμής, στην ουσία δημιουργείται για τον άνθρωπο απέναντι στον οποίο έχει τεθεί η απαγόρευση;» Η φίλη μου έμεινε σκεπτική σε αυτή την ερώτηση. Μου είπε να της ξαναπώ τι εννοούσα. Έτσι έφερα ένα παράδειγμα. Μία καθαρά ψυχαναλυτική μελέτη ως προς το έργο του Edgar Alan Poe, αυτή της Μαρίας Βοναπάρτη (Marie Bonaparte) αναλύει το έργο του αμερικανού συγγραφέα ως προβολές του περιεχομένου του ασυνειδήτου του (ως μετουσίωση δηλαδή) το οποίο σχετιζόταν με τη νεκρική φιγούρα της μητέρας της παιδικής του ηλικίας. Δεν θα εισέλθω σε πολλές λεπτομέρειες καθώς μπορούν να βρεθούν στο κείμενό της[3]. Με λίγα λόγια, εφόσον ο Poe είχε απωθήσει βαθιά στο ασυνείδητό του την ορμή απέναντι στη νεκρή του μητέρα, ανήμπορος να εκδηλώσει τις νεκροφιλικές του τάσεις (που δημιουργήθηκε λόγω αυτής της απώθησης) μετουσίωσε αυτές του τις ορμές παράγοντας έργα όπως τα: «Μορέλα», «Λιγεία», «Ελεονώρα». Μετά από τη σύντομη αυτή αναφορά, κατέληξα στην ερώτησή μου αναδιατυπωμένη: «Τι θα γινόταν, έστω και υποθετικά, αν την εποχή του Poe απαγορευόταν ακόμη και η δημοσίευση τέτοιου είδους κειμένων; Αν εθεωρείτο δηλαδή ανήθικο ή δεν το δεχόταν η κοινωνία; Θα χαρακτηριζόταν τότε ως ανήθικος; Πού θα διοχέτευε την ορμή του αυτή;». Με την ερώτησή μου θέλησα να πάω πέρα από το απλό αποτέλεσμα της μετουσίωσης, δηλαδή το έργο και να αναρωτηθώ τι γίνεται με τα έργα αυτά τα οποία δημιουργούνται για αυτούς στους οποίους δεν μπορούμε να εκδηλωθούμε όπως θα το θέλαμε πραγματικά. Τι γίνεται δηλαδή όταν υπάρχει μετουσίωση αλλά αυτό που παράγεται δεν είναι κοινωνικά αποδεκτό; Τίθεται κάποιο ηθικό ζήτημα σε αυτές τις περιπτώσεις; Ή επειδή το έργο αποτελεί το αποτέλεσμα της μετουσίωσης, πρέπει να σταματήσουμε εκεί και να μην ενδιαφερθούμε για το μετά; Τότε η φίλη μου, που κατάλαβε τι εννοούσα, μου είπε να φύγουμε από το παράδειγμα του Poe διότι είναι περίπλοκο μιας και το αντικείμενο της ορμής-αποδέκτης δεν ήταν ζωντανό πια κλπ. Μου πρότεινε να περάσουμε σε μία πιο σύγχρονη προβληματική μέσω της οποίας θα μπορέσουμε να αποφύγουμε την καθολική αοριστία των θεωριών και θα μιλήσουμε για σημερινές αιτίες και σημερινές συνέπειες. Της πρότεινα να μου πει το παράδειγμα πάνω στο οποίο θα συζητούσαμε. Τόνισα, βέβαια, πως ψάχνω να βρω τη σύζευξη ψυχανάλυσης και φιλοσοφίας, δηλαδή, μετουσίωσης και ηθικής.
            Μου πρότεινε λοιπόν ένα παράδειγμα που ήταν μία μικρή μίξη της κλασσικής ιστορίας του Βέρθερου (Werther) του Göthe[4] και ενός περιστατικού που είχε συναντήσει σε ένα βιβλίο κατά τη διάρκεια της φοίτησής της σε σχολή ψυχολογίας (του οποίου τον τίτλο δεν συγκράτησα για να παραπέμψω). Αντί να μου πει πως κάποιος γνωρίζει και ερωτεύεται μία αρραβωνιασμένη απέναντι στην οποία δεν μπορεί να εκδηλώσει τον έρωτά του (αυτή είναι πάνω κάτω η ιστορία του Göthe), χρησιμοποίησε το εξής παράδειγμα : «Ένα ζευγάρι χωρίζει και έπειτα από προσπάθειες και των δύο να συνεχίσουν τη ζωή τους, ο ένας φαινομενικά το καταφέρνει, βρίσκοντας άλλο σύντροφο, ενώ ο άλλος όχι» (δεν θυμόταν ποιου φύλου ήταν ο ένας και ο άλλος οπότε γενικεύοντας θεωρήσαμε ότι και στα δύο φύλα θα είχε τις ίδιες συνέπειες). «Έτσι ο δεύτερος όντας ανήμπορος να εκδηλώσει οποιοδήποτε συναίσθημα, λόγω της συμβολικής εξουσίας που τον αποτρέπει (της ηθικής), ξεκινά και γράφει κείμενα που απευθύνονται στο απωθημένο επενδυμένο αντικείμενο». Αμέσως αποκρίθηκα πως αυτό το παράδειγμα αποτυπώνει τον προβληματισμό μου με τη μεγαλύτερη σαφήνεια. Διότι σε αντίθεση με τον απλό κεραυνοβόλο έρωτα του Βέρθερου, σε αυτό το παράδειγμα υπάρχουν βαθύτερα συναισθήματα που έχουν σημαδέψει ανεξίτηλα τις ψυχές των δύο ανθρώπων. Έτσι λοιπόν, υπάρχει η παραγωγή λόγω της μετουσιωμένης ορμής που δεν μπορεί να διοχετευθεί: Αποτελεί, όμως, ηθικά «σωστή» η παραγωγή και η γνωστοποίηση των κειμένων αυτών; Δεν αποτελεί εγωιστική πράξη η συνέχιση τέτοιων συμπεριφορών ή ακόμα και παρέμβαση στη ζωή του άλλου; Ακόμη και αν δεν τα γνωστοποιεί με άμεσο τρόπο, ώστε να καταστεί η πράξη κάτι το μη αποδεκτό, ακόμη και αν τα κρύβει ή τα καμουφλάρει κάπως, ακόμη και αν υπάρχουν κρυφά μηνύματα μέσα σε μια ζωγραφιά ή σε μια μελωδία, τότε, συνεχίζει να αποτελεί κάτι μη επιτρεπτό; Ποια ηθική θεωρία μπορεί να αιτιολογήσει και να περιχαρακώσει το ανθρώπινο «θέλω» που πηγάζει από τα βάθη της ψυχής; Βέβαια υπάρχουν τόσες και τόσες θεωρίες πλέον, δεν είναι μονάχα οι κλασσικές. Υπάρχουν ηθικές θεωρίες που αποτελούν κράματα από πολλές και προσπαθούν να συμπεριλάβουν όσο το δυνατό περισσότερες ανθρώπινες συμπεριφορές. Τότε η φίλη μου μού απάντησε πως κάτι τόσο συνειδητά στοχευμένο όσο η κάλυψη νοημάτων σε ζωγραφιές κείμενα και μελωδίες, δεν μπορεί να καταστεί αποτέλεσμα μετουσίωσης καθώς αυτή συμβαίνει κυρίως σε περιεχόμενα που αναβλύζουν από το ασυνείδητο και αποτυπώνονται στην εκάστοτε μορφή τέχνης. Και τότε, αποκρίθηκα, πώς μπορεί να εξηγηθεί η ταχυπαλμία και το τρέμουλο κατά τη στιγμή της συγγραφής (αντιδράσεις του σώματος που πολλοί συγγραφείς έχουν ομολογήσει), αν δεν πρόκειται για κάτι που προέρχεται από βαθύτερα συναισθήματα που δεν μπορούν να εκφραστούν πλέον; (οι περισσότεροι μάλλον έχουμε βιώσει τέτοιου είδους σωματικές καταστάσεις όταν για παράδειγμα κάθεται κανείς να γράψει ή να ζωγραφίσει κάτι για ένα απολεσθέν αγαπητό πρόσωπο). Τότε με κοίταξε με απορία. Μου είπε ότι έχω δίκιο και ότι μάλλον θα πρέπει να μελετήσουμε καλύτερα τα κλασσικά κείμενα για την μετουσίωση για να δούμε αν μπορούμε να εμβαθύνουμε τη γνώση μας περαιτέρω. Ως προς το κομμάτι της ηθικής, καταλήξαμε στο ότι σίγουρα, στην καθημερινότητά μας δεν δρούμε με βάση κάποια ηθική που διαβάσαμε κάπου κάποτε. Αλλά πως οι συγκυρίες κάθε φορά διαμορφώνουν και την ηθική που θα ακολουθηθεί, κάτι το οποίο δεν υποπίπτει σε σχετικισμό. Αντιθέτως, ο τρόπος με τον οποίο θα πράξει κάποιος στην εκάστοτε περίσταση συνδιαμορφώνεται μέσα από τις σχέσεις και τις νοηματοδοτήσεις που λαμβάνει από τον περίγυρο (τους ανθρώπους κυρίως) (ούτε από την άλλη πλευρά καταλήγουμε όμως σε μια επικοινωνιακή ηθική τύπου Habermas). Δηλαδή, στα παραπάνω παραδείγματα, οποιεσδήποτε ηθικές αξιώσεις και αν έχει στο μυαλό του εκείνος που μετουσιώνει την ορμή, μία ξαφνική αντίδραση επίπληξης από τον αποδέκτη μπορεί να σήμαινε την άμεση καταστολή της όλης διαδικασίας. Αντιθέτως κάποια θετική αντίδραση όπως για παράδειγμα ένα like –αυτό το πολυπόθητο- (στη σύγχρονη κοινωνία των social media) θα μπορούσε να θεωρηθεί ως έναυσμα για ακατάπαυστη παραγωγή έργων. Βέβαια αυτό το τελευταίο θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως πραγμάτωση του προτάγματος της ηθικής της λακανικής ψυχανάλυσης: να μην εγκαταλείπουμε ποτέ την επιθυμία μας (ne pas ceder sur voltre desir), και σε αυτή την περίπτωση βλέπουμε τη σύζευξη των δύο τομέων της ζωής μας που αναζητούμε εξ’ αρχής (εκτός και αν ως επιθυμία εννοείται η κατά πρόσωπο έκφραση των συναισθημάτων και όχι το μετουσιωμένο έργο μέσα από την απώθησή τους, κάτι για το οποίο δεν γνωρίζω για να αναφέρω).
            Η συζήτηση συνεχίστηκε για λίγη ώρα ως προς την ηθικότητα σχετικά με το πρόταγμα αυτό του Λακαν. Σε πολλές περιπτώσεις ανθρώπων, το να ακολουθήσουν αυτό που ένιωθαν τη στιγμή που το ένιωθαν, προκειμένου να νιώσουν όπως ποτέ άλλοτε (ή όπως κάποτε), ώστε να μην απωθηθεί κάτι, τους έκανε ευτυχής ως έναν βαθμό. Εφόσον υπάρχει κάτι μέσα σου που σε κάνει να θες να προχωρήσεις σε μια πράξη, τότε γιατί να πιέζεσαι από ερωτήματα σχετικά με το αν είναι ηθικό αυτό; Για να σε ωθεί κάτι προς εκεί, σημαίνει πως βαθιά μέσα σου το θες. Αλλιώς δεν θα ετίθετο καν ούτε ως φευγαλέα σκέψη. Καταλήξαμε να μιλάμε ακόμη και για την δυσκολία να εκφράσεις στον ίδιο σου τον εαυτό ότι πραγματικά επιθυμείς κάτι. Σημαντικά φιλοσοφικά ζητήματα. Σε αυτά, βέβαια, άπτονται και ζητήματα που σχετίζονται με τον χρόνο. Πώς γίνεται κάτι να αποτελεί παρελθόν εάν υπάρχει ακόμη κάτι μέσα σου ώστε είτε να λειτουργήσει η μετουσίωση σχετικά με το «παρελθοντικό» πρόσωπο είτε απλώς να αναδύονται σκέψεις ακόμη και σε καθημερινές, πρακτικές καταστάσεις; Μπορεί να φαίνονται απλά ζητήματα αυτά όμως δεν είναι. Αντιθέτως προβληματίζουν πολλούς ανθρώπους καθημερινά. Πώς γίνεται, στην πράξη, να βγαίνει εκ των υστέρων τόσο λανθασμένη η τετριμμένη ιδέα ότι ο χρόνος τα γιατρεύει όλα; Ιδέα που οδηγεί πολλούς να συμβουλεύουν τον άλλον να θέσει άλλες προτεραιότητες και θα δει ότι «θα τελειώσει και για σένα»; Υπήρχαν περιπτώσεις ανθρώπων που πήγαιναν να ψωνίζουν τρόφιμα και έφερναν στη φαντασία τους περιστάσεις από το παρελθόν τους ως προς τη συνάφεια των τροφίμων και των προσώπων. Ή περιστάσεις ανθρώπων που δεν μπορούν να καθίσουν ούτε μία ώρα στο σπίτι τους λόγω των αντικειμένων που υπάρχουν σε αυτό. Τέτοιου είδους αντιδράσεις συνδέονται με την φαντασιακή επένδυση συναισθημάτων γύρω από αντικείμενα, λόγω των όσων είχαν περιέλθει συνδεδεμένα με εκείνα, στη σφαίρα του συμβολικού. Πόσο παρελθόν είναι, λοιπόν, το «παρελθόν» κάποιου εάν επηρεάζει το παρόν σε τόσο ισχυρό βαθμό; Τα ερωτήματα εκείνης της συζήτησης θα μου μείνουν αξέχαστα. Το ζήτημα της σύνδεσης ηθικότητας και μετουσίωσης παραμένει ανοιχτό. Η σύνδεση του χρόνου και της φαντασιακής επένδυσης το ίδιο. Καταλήξαμε στο ότι είναι σημαντικό ο άνθρωπος να νιώθει όσο το δυνατόν ευτυχέστερος μπορεί. Αν αυτό γίνεται ασυνείδητα μέσω της μετουσίωσης είτε συνειδητά μέσω της προσπάθειας εκδήλωσης με οποιονδήποτε τρόπο της επιθυμίας του, τότε είναι απαραίτητο αυτά να λαμβάνουν χώρα. Η σύγχρονη κοινωνία είναι ήδη πολύ πιεστική για να την καθιστά ο καθένας μας ακόμη περισσότερο εσωτερικεύοντάς την σε τέτοιο βαθμό όπου οι επιθυμίες μας να αναχαιτίζονται. Όσο ο άλλος (το αντικείμενο της επένδυσης) μού το επιτρέπει, έστω και έμμεσα, είναι ηθικό να συνεχίσω να προσπαθώ. Όπως επίσης ισχύει το ίδιο όσο ενυπάρχουν στο φαντασιακό μου σημασίες που παραπέμπουν σε συγκεκριμένες καταστάσεις και πρόσωπα που με κάνουν ευτυχισμένο. «Γι αυτό, αν νιώθεις ακόμα, έστω και κάτι, δείξτο». Με αυτή την πρόταση ολοκληρώθηκε η συζήτηση με την φίλη μου. Συζητήσεις περί θεμάτων που αντιμετωπίζονται καθημερινά από πολλούς συνανθρώπους μας είναι καλό να δημοσιεύονται, ακόμη και αν δεν καταλήγουν πουθενά. Μπορεί κάποιος, κάποια στιγμή να ωφεληθεί κάπως από αυτές. Μπορεί κάποιος, κάποια στιγμή, πράγματι, να «δείξει» κάτι.



[1] Το παρόν κείμενο αποτελεί την καταγραφή μία τυχαίας συζήτησης με την φίλη μου Ε.Α. στην οποία και αφιερώνεται. Οι σκέψεις και οι προβληματισμοί που παρατίθενται αποτελούν ιδέες οι οποίες ίσως να μην έχουν κάποιο βιβλιογραφικό αντίκρισμα. Η καταγραφή πραγματοποιείται χάριν της κριτικής και του στοχασμού εφ’ αυτών.
[2] Εύστοχη θεώρησα την εικόνα της φίλης μου που παρομοίωσε την μετουσίωση σαν την είσοδο άλλων πλανητών (με την έννοια των άλλων κόσμων) από το αντικείμενο της επένδυσης σε εκείνον που μετουσιώνει, κόσμων που ο τελευταίος δεν ήξερε ότι μπορεί να τους εξερευνήσει. Κάτι σαν μία περισσότερο ασυνείδητη έμπνευση που πηγάζει από κάποια απωθημένη ορμή.
[3] Μαρία Βοναπάρτη, «Η λανθάνουσα νεκροφιλία στο έργο του Έντγκαρ Πόε» στο Μποντλέρ Σ. Τζβέταν Τ. Βοναπάρτη Μ. Καμπό Ζ., Εντγκαρ Αλαν Ποε, μτφρ. Ταρνανάς Α. Δρακουλίδη Α. Αντωνόπουλος Τ. Ουρανής Κ., Αιγόκερως, Αθήνα 1982
[4] Ο τίτλος του φημισμένου βιβλίου του Göthe είναι Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου

Σχόλια